Όλες
εκείνες οι προσδοκίες, οι οποίες πηγάζουν από την αλλαγή των
κυβερνήσεων και από τις εκλογές, είναι ουτοπικές – αφού έτσι δεν
αντιμετωπίζεται η αιτία των προβλημάτων, τα οποία απλά αναβάλλονται για
το μέλλον, επιδεινούμενα συνεχώς
“Η
υπερβολικά υψηλή ανεργία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
ύφεσης – της αδυναμίας ανάπτυξης δηλαδή ενός κράτους. Μόνιμη ή
προσωρινή, επιδεινούμενη ή όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανεργία αποτελούσε πάντοτε μάστιγα – ενώ η δυνατότητα εξάλειψης της ήταν ανέκαθεν μέρος των ισχυρισμών περί της (δήθεν) ανωτερότητας του κομμουνιστικού καθεστώτος. (J.Schumpeter).
Ο κοινωνικός καπιταλισμός, η μικτή οικονομία καλύτερα, (στην
οποία οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες μονοπωλιακές
επιχειρήσεις ανήκουν στο κράτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες στους ιδιώτες), σε συνθήκες ήρεμης ανάπτυξης και σε «περιβάλλον» άμεσης δημοκρατίας,
όπου οι Πολίτες συμμετέχουν μέσω δημοψηφισμάτων τόσο στις αποφάσεις,
όσο και στον έλεγχο του κράτους, μπορεί να εγγυηθεί την καταπολέμηση της
ανεργίας – όπως επίσης τη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την
ελευθερία.
Αντίθετα το άκρο αντίθετο του κομμουνισμού, ο νεοφιλελευθερισμός,
σύμφωνα με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν στους
ιδιώτες (με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε τεράστιες γραφειοκρατικές
οργανώσεις «μονοπωλιακής μορφής» εις βάρος της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής πρωτοβουλίας), δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα - πόσο
μάλλον όταν επιβάλει μια πολιτική λιτότητας στις εισοδηματικά
ασθενέστερες τάξεις, σε συνθήκες ύφεσης, η οποία συνήθως εκβάλλει σε
μεγάλες αναταραχές, σε κοινωνικές εξεγέρσεις, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην αναβίωση δικτατορικών καθεστώτων κλπ.
Η παραγωγή πλούτου σε ένα κράτος στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο προϋποθέσεις (α) στην αρχή μίας συσσώρευσης κεφαλαίων, βασισμένης στην άνιση αναδιανομή των εισοδημάτων και (β)
σε μία κοινωνία, η οποία δεν εργάζεται για τις μικρές ηδονές του
σήμερα, αλλά για τη μελλοντική ασφάλεια και τα βελτίωση του γένους –
επομένως, για την ανάπτυξη και την πρόοδο.
Η Δύση κατάφερε να γίνει η πλουσιότερη «περιοχή» του πλανήτη, επειδή ήταν κοινωνικά και οικονομικά οργανωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου.
Η κοινωνία της δηλαδή ήταν με τέτοιον τρόπο σχεδιασμένη, ώστε ένα
μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος να παραμένει στον έλεγχο εκείνης
της τάξης, η οποία ήταν λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει – μία
«καπιταλιστικής τάξης», η οποία δεν ανατρεφόταν υπό το πνεύμα των μεγάλων δαπανών, αλλά προτιμούσε τη δύναμη που της παρείχε η επένδυση, από τις ηδονές της άμεσης κατανάλωσης.
Το σύστημα αυτό, το οποίο δημιούργησε πολύ μεγάλες συσσωρεύσεις παγίου κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει σε μία κοινωνία, στην οποία ο πλούτος θα ήταν διανεμημένος ακριβοδίκαια, «σοσιαλιστικά» – ενώ εξαρτιόταν για την ανάπτυξη του από μία διπλή απάτη ή ψευδαίσθηση:
(α) Από τη μία πλευρά οι εργαζόμενες τάξεις αποδέχθηκαν μία κατάσταση, στην οποία μπορούσαν να ονομάσουν δικό τους ένα πολύ μικρό μέρος του παραγομένου προϊόντος, το οποίο αυτοί, η φύση και οι κεφαλαιοκράτες συνεργάζονταν για να το παράγουν.
(β)
Από την άλλη πλευρά επιτράπηκε στις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να
ονομάσουν το μεγαλύτερο μέρος του παραγομένου προϊόντος («πίτας») δικό
τους, θεωρητικά ελεύθερους να το καταναλώσουν – εν τούτοις, με την άρρητη βαθύτερη προϋπόθεση ότι, δεν θα το κατανάλωναν, αλλά θα το (επαν)επένδυαν, σχεδόν στο σύνολο του.
Για ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, εργαζομένους και κεφαλαιοκράτες, το καθήκον της αποταμίευσης έγινε τα εννέα δέκατα της αρετής,
τα «ιλιγγιώδη» πλεονεκτήματα του ανατοκισμού εξυμνηθήκαν, ενώ η συνεχής
αύξηση του παραγομένου προϊόντος (ανάπτυξη, μεγάλωμα της «πίτας»)
αποτέλεσε ένα αντικείμενο αληθινής θρησκείας. Η αρετή της συσσώρευσης
έγκειτο δε στο ότι, ο παραγόμενος πλούτος δεν επρόκειτο ποτέ να
καταναλωθεί ούτε από τους ίδιους τους ανθρώπους, ούτε από τα παιδιά τους
μετά από αυτούς (Keynes).
Σήμερα,
μετά από μία περίοδο συνεχούς ανάπτυξης, βασισμένης στους παραπάνω
«κανόνες» (1945-1980), τους οποίους στη συνέχεια διαδέχθηκε η κάπως
δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου (μέσω των σοσιαλιστικών συστημάτων
ή/και της δημιουργίας του κοινωνικού κράτους πρόνοιας), ο δανεισμός και η
άμετρη κατανάλωση (1980-2007), η Δύση είναι αντιμέτωπη με ένα αδιέξοδο –
αφού η επάνοδος στην καπιταλιστική ανάπτυξη, απαιτεί ουσιαστικά την αλλαγή νοοτροπίας του συνολικού πληθυσμού της
(εάν εξετάσει κανείς τα συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, ολόκληρης
της δύσης, των Η.Π.Α., της ΕΕ της Ιαπωνίας κλπ., θα διαπιστώσει αμέσως
τη γενικότερη αύξηση του μετά το 1980 – ενώ η αύξηση του ελληνικού συνολικού χρέους, πόσο μέλλον σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, είναι από τις μικρότερες).
Επί πλέον, ο συσσωρεμένος πλούτος της Δύσης, ο οποίος έχει πλέον τοποθετηθεί στις τράπεζες αντί στην πραγματική οικονομία, έχει αυτονομηθεί
– με αποτέλεσμα να μην παρέχει εκείνο το χρονικό διάστημα «ανακωχής»,
το οποίο απαιτείται για την «εκλογίκευση» και την αλλαγή νοοτροπίας.
Παράλληλα, οι αδυναμίες αυτές έχουν δημιουργήσει μεγάλες διαστρεβλώσεις στις κοινωνίες - με τους εργαζομένους να μην είναι καθόλου πρόθυμοι να αποδεχθούν την εγκράτεια, καθώς επίσης με τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις, αβέβαιες για το μέλλον, εντελώς απρόθυμες να επενδύσουν.
Στα πλαίσια αυτά, η Πολιτική
αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αυξανόμενη πίεση των αγορών
κεφαλαίου, στα συσσωρεμένα χρέη και στη δυσαρέσκεια των Πολιτών
– μία κατάσταση η οποία λύνεται είτε με την απόφαση μαζικής διαγραφής
χρεών, σε συνδυασμό με την «εκ βάθρων» αλλαγή νοοτροπίας, είτε με τη
ριζική «μετατροπή» του πολιτικού συστήματος (κεντρικά κατευθυνόμενη
οικονομία, κλπ.), είτε με τη «δημιουργική καταστροφή» (πόλεμοι κλπ.).
Κατά την άποψη μας λοιπόν, όλες εκείνες οι προσδοκίες, οι οποίες πηγάζουν από την αλλαγή των κυβερνήσεων και από τις εκλογές, είναι ουτοπικές – αφού έτσι δεν αντιμετωπίζεται η αιτία των προβλημάτων, τα οποία απλά αναβάλλονται για το μέλλον, επιδεινούμενα συνεχώς.
Επομένως η Δύση, με αφετηρία την Ελλάδα, φαίνεται ότι θα απειληθεί από μία περίοδο έντονης αστάθειας,
εσωτερικών αναταραχών, κοινωνικών εξεγέρσεων, εθνικιστικών εξάρσεων,
προστατευτισμού, μεταβατικών κυβερνήσεων και αλλεπάλληλων εκλογών, με
αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.
Η
Ισλανδία, στο ξεκίνημα της κρίσης (2008), είχε δημόσιο χρέος στο 130%
του ΑΕΠ (μετά τη ραγδαία υποτίμηση) και χρέος τραπεζών στο 1.000% του
ΑΕΠ – ενώ φυσικά είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές χρηματοδότησης.
Τρία χρόνια αργότερα (2011), η χώρα
επανήλθε στην ανάπτυξη, μείωσε το δημόσιο χρέος της στο 100% του ΑΕΠ,
καθώς επίσης το τραπεζικό στο 200% του ΑΕΠ, διαγράφοντας μέρος των χρεών
των νοικοκυριών - ενώ η ανεργία περιορίσθηκε στο 7% και επέστρεψε στις αγορές.
Η Ελλάδα αντίστοιχα, στο ξεκίνημα της κρίσης (2009), είχε δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, χρέος τραπεζών στο 23% και ανεργία στο 9% - επίσης, το τρίτο χαμηλότερο συνολικό χρέος στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Τρία χρόνια αργότερα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170%, οι τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν παρά το μηδαμινό χρέος τους, λόγω της κατοχής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 21%, η ύφεση στο -7% και η Βουλή μετέτρεψε το σύνολο του χρέους σε ενυπόθηκο – παραδίδοντας την εθνική μας κυριαρχία και μετατρέποντας την πατρίδα μας σε προτεκτοράτο των Βρυξελλών.
Μετά
τη διαγραφή χρέους (PSI), το νέο δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών, καθώς επίσης τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (2012), το
δημόσιο χρέος θα «μειωθεί» στο 155% του ΑΕΠ – συνεχίζοντας να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 2009 και φυσικά μη βιώσιμο,
παρά το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε εγκληματικά στη χρεοκοπία (χωρίς να
ξεχνάμε τις τεράστιες ζημίες των ασφαλιστικών ταμείων, Πανεπιστημίων,
ιδιωτών κλπ. από τη διαγραφή).
Το μνημόνιο ήταν πράγματι ένα φάρμακο για την οικονομία - όπως ισχυρίζονται η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και οι υπόλοιποι υπερασπιστές του. Ένα φάρμακο όμως δραστικό και δηλητηριώδες, το οποίο σκοτώνει, αργά αλλά σταθερά, αυτόν που θα υποχρεωθεί να το δοκιμάσει - μία δολοφονία εκ προμελέτης, στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν φανταζόμαστε ότι θα μείνει ατιμώρητη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχουμε την άποψη πως όταν μία χώρα είναι βυθισμένη σε μία τεράστια κρίση, όταν βρίσκεται δηλαδή σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, είναι ανόητο να συζητεί κανείς για αναδιάρθρωση της οικονομίας της
- ακόμη και αν είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη τέτοιων μέτρων, τα
οποία θα την ωφελήσουν μακροπρόθεσμα, με απόλυτη σιγουριά. Δεν είναι δε
μόνο από οικονομικής πλευράς ανόητο, αλλά και από ηθικής - όταν την ίδια
στιγμή χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνται στην ανεργία ή/και αυτοκτονούν.
Μεταφορικά,
θα ήταν σαν να συζητούσαν οι άνδρες της πυροσβεστικής, κατά τη διάρκεια
της προσπάθειας τους να σβήσουν μία πυρκαγιά, για τη λογική ή όχι
των πυροσβεστικών μέτρων ή για την ελλιπή πυροπροστασία του κτιρίου που
καίγεται - αντί να ασχολούνται με τη μη μετάδοση της σε γειτονικούς
χώρους και, στη συνέχεια, με την κατάσβεση της. Στα νοσοκομεία οι
γιατροί, κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης χειρουργικής επέμβασης, δεν
συζητούν για τον τρόπο ζωής και για τα σφάλματα του ασθενή - απλά
προσπαθούν να τον σώσουν.
Τόσο η Ελλάδα λοιπόν, όσο και η Ευρωζώνη, δεν έχουν αυτή τη στιγμή χρόνο για να διορθώσουν τα σφάλματα της οικονομικής πολιτικής και του ευρώ - ενώ θα ήταν δεδομένη η διάλυση των Η.Π.Α. εάν η εκεί κυβέρνηση συζητούσε την αποβολή ή μη της Καλιφόρνιας, λόγω της χρεοκοπίας της.
Τόσο η Ελλάδα λοιπόν, όσο και η Ευρωζώνη, δεν έχουν αυτή τη στιγμή χρόνο για να διορθώσουν τα σφάλματα της οικονομικής πολιτικής και του ευρώ - ενώ θα ήταν δεδομένη η διάλυση των Η.Π.Α. εάν η εκεί κυβέρνηση συζητούσε την αποβολή ή μη της Καλιφόρνιας, λόγω της χρεοκοπίας της.
Αυτό που επείγει είναι η λήψη άμεσων μέτρων για την από κοινού ανάπτυξη ολόκληρης της ηπείρου,
καθώς επίσης για τον περιορισμό των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών -
μέσω των χαμηλών επιτοκίων, του ελεγχόμενου πληθωρισμού και της μερικής
διαγραφής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως η εσωτερική υποτίμηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κλπ., απαιτούν πολύ χρόνο για την επίτευξη τους.
Όπως λοιπόν κατά τη διάρκεια μίας πυρκαγιάς οι πυροσβέστες δεν συζητούν
για τις αιτίες της, αλλά προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αφήνοντας για
αργότερα τη διαπίστωση των αιτίων της και την καταπολέμηση τους, έτσι οφείλουμε να λειτουργήσουμε και στην περίπτωση της Ευρωζώνης
– με την άμεση υιοθέτηση βραχυπρόθεσμων «κατασταλτικών» μέτρων, τα
οποία θα επιτρέψουν σταδιακά την υιοθέτηση μακροπροθέσμων,
«ανασταλτικών» και προληπτικών.
http://www.casss.gr