Γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο χωριό Νάιν Μάιλς ως Ρόμπερτ Νέστα
Μάρλεϊ. Ήταν γιος του πενηντάχρονου άγγλου λευκού στρατιωτικού Νόρβαλ
Σινκλέρ Μάρλεϊ και της δεκαοκτάχρονης Σιντέλα Μπούκερ, μιας ντόπιας
μαύρης.
(δεν ξεπέρασε ποτέ το 1,63 μ. σε ύψος), αναγκάσθηκε να ατσαλώσει τον χαρακτήρα του για να επιβιώσει, καθώς αντιμετώπιζε την προκατάληψη τόσο των λευκών όσο και των μαύρων.
Σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τον φίλο του Νέβιλ «Μπάνι» Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ) και τον Τζο Χιγκς, έναν εκκολαπτόμενο τραγουδιστή και μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι, ένα περίεργο κράμα από βιβλικές προφητείες, φιλοσοφία της επιστροφής στη φύση και μαύρου εθνικισμού, που αποθεώνει τη λατρεία της μαριχουάνας και τη νοσταλγία επιστροφής στην Αφρική. Στην παρέα προστέθηκε και ο νεαρός Πίτερ Μάκιντος (γνωστός αργότερα ως Πίτερ Τος). Το 1962 ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ «Judge Not» και «One Cup of Coffee», που πέρασαν απαρατήρητα και τα γνωρίσαμε από τις μεταθανάτιες συλλογές τραγουδιών του.
Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που
έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγγε), με την ονομασία
«The Teenagers». Μετά από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην
ονομασία «The Wailers». H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να
μετακομίζει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του
στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία
«Ντιπόν» και την αυτοκινητοβιομηχανία «Κράισλερ».
Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για
να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των
Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που
έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.
Από το 1968 έως το 1972 οι «Γουέιλερς» ξαναηχογράφησαν κάποια από τα
παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν τον ήχο τους και χτύπησαν τις
πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους
άλμπουμ με τίτλο «Catch A Fire» («Stir It Up», «Kinky Reggae»), που
κινήθηκε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το «Burnin'» με τραγούδια
όπως τα «Get Up, Stand Up» και το «I shot the Sheriff», που έγινε
παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην
εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϋ.
Το 1974 οι «Γουέιλερς» διαλύθηκαν λόγω διαφωνιών. Οι Λίβινγκστον και
Μάκιντος ακολούθησαν σόλο καριέρα, ο πρώτος ως Μπάνι Γουέιλερ και ο
δεύτερος ως Πίτερ Τος. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και
εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Γουέιλερς με μουσικούς, όπως οι αδελφοί
Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ
Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο
τρίο «I Threes», που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια
Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι «No
Woman, No Cry» από το άλμπουμ «Natty Dread». Τον επόμενο χρόνο το
«Rastaman Vibration» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για
τέσσερεις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα
επιτυχιών. Τώρα, ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου
βεληνεκούς, με γεμάτες συναυλίες όπου κι αν εμφανίζεται. Η ρέγκε (ένα
κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ, μια μουσική νευρώδης και ράθυμη
συγχρόνως) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και επηρεάζει πολλούς
καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη.
Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει δόξη και τιμή στην Ιαμαϊκή για
να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να
χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν.
Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου
ηχογραφεί δύο άλμπουμ, το «Exodus» («Exodus» «Waiting in Vain»,
«Jammin'», «One Love») και το «Kaya» («Is this Love», «Sun is
shinning»). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια
συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως «One Love
Peace Concert».
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό «ζωντανό» άλμπουμ «Babylon by Bus»
και το πολιτικά φορτισμένο «Survival», με τραγούδια όπως τα «Zimbabwe»,
«Africa Unite», «Wake Up and Live» και «Survival». Το 1980, το
«Uprising» είναι το πιο θρησκευτικό του άλμπουμ, που έμελλε να είναι το
κύκνειο άσμα του. Περιείχε τραγούδια όπως τα «Redemption Song» και
«Forever Loving Jah».
Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του
δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν
κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του
δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του
το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να
συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του,
καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το
απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου
1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα
βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο γερμανό γιατρό για να τον
θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ
Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο
του Μαϊάμι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση
των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών
αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα
δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής
του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι
καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον
αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε»,
τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ «Legend», που κυκλοφόρησε
τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες
του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12
εκατομμύρια αντίτυπα (2008).
πηγη
sansimera.gr