Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Η μυστική ζωή του Νίκολα Τέσλα

 

 Μεταξύ των πολλών εκπληκτικών εφευρέσεών του, ο Νίκολα Τέσλα είχε βρει τρόπο μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας σε μακρινές αποστάσεις χωρίς τη μεσολάβηση καλωδίων, καθώς και την εκμετάλλευση της θερμικής ενέργειας των ωκεανών.
Επίσης ένα υπερόπλο, που μπορούσε να κατευθύνει συγκεντρωμένη ενέργεια πάνω σε ένα στόχο και με το οποίο ήλπιζε να θέσει τέλος στους πολέμους. Είχε βρει επίσης τον τρόπο να επικοινωνεί με άλλους πλανήτες.

Ο ΝΙΚΟΛΑ ΤΕΣΛΑ (1856-1943) ήταν αναμφίβολα η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα του 20ου αιώνα. Ο τρόπος με τον οποίο ζούμε σήμερα και η τεχνολογία που διαθέτουμε, από τα ελικόπτερα έως την ασύρματη μετάδοση, είναι δυνατά χάρη στον θαυμαστό αυτόν άνθρωπο που μετακόμισε από την Ευρώπη στην Αμερική. Όμως, παρά τη μεγάλη του συμβολή στην επιστήμη, το όνομά του είναι πολύ λίγο γνωστό στο χώρο των ηλεκτρονικών και της φυσικής. Στην πραγματικότητα, πολλές εφευρέσεις και πατέντες του αποδίδονται εσφαλμένα στον Τόμας Έντισον ή στον Μαρκόνι.
Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι η μη απόδοση των οφειλόμενων τιμών στον μεγάλο εφευρέτη οφείλεται εν μέρει στην εκκεντρικότητά του και στους ισχυρισμούς του, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, για «επικοινωνία με άλλους πλανήτες» και για «ακτίνες θανάτου». Σήμερα είναι γνωστό ότι πολλές από αυτές τις «εξωπραγματικές» εφευρέσεις του Τέσλα είναι επιστημονικά ακριβείς και εφαρμόσιμες. Χρειάστηκε απλώς να περάσουν όλα αυτά τα χρόνια για να μπορέσει η ανθρωπότητα να φτάσει στις ιδέες του ανθρώπου που πέθανε το 1943.
Είναι γνωστό ότι ο Τέσλα είχε σε όλη του τη ζωή μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Εξαιτίας αυτών χρειάστηκε να μετακομίσει αρκετές φορές, όταν δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Το Γουόλντορφ Αστόρια στη Νέα Υόρκη υπήρξε ο τόπος διαμονής του για 20 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να μετακομίσει το 1920, καθώς δεν είχε χρήματα να πληρώσει για τη διαμονή του. Τότε μετακόμισε στο ξενοδοχείο Σεντ Ρίτζες, αλλά έπρεπε να φύγει και από εκεί για τους ίδιους λόγους. Αναγκασμένος να μετακομίζει από τόπο σε τόπο και από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, συχνά άφηνε πίσω του μπαούλα με έγγραφα σαν εγγύηση για τα χρέη του. Αυτά τα μπαούλα, τα οποία έγιναν πολύ δημοφιλή μετά το θάνατό του, αποτέλεσαν το κλειδί για την εξήγηση της απίστευτης προσωπικότητας του Νίκολα Τέσλα και της μυστικής ζωής του.
Όταν ο Τέσλα πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1943, σε ηλικία 86 ετών, υπάλληλοι του Γραφείου Αλλοδαπής Ιδιοκτησίας, μετά από αίτημα του FBI, πήγαν στο ξενοδοχείο Νιου Γιόρκερ και κατάσχεσαν όλα τα υπάρχοντά του. Δύο φορτία από χαρτιά, έπιπλα και χειροποίητα αντικείμενα στάλθηκαν σφραγισμένα στην Αποθηκευτική Εταιρία του Μανχάταν. Αυτά προστέθηκαν στα σχεδόν 30 βαρέλια και δέματα που υπήρχαν ήδη αποθηκευμένα από τη δεκαετία του ’30 και σφραγίστηκαν όλα μαζί υπό τις εντολές του κυβερνητικού OAP (Old Age Pensioner). Μια τέτοια συμπεριφορά θεωρείται παράξενη, καθώς ο Τέσλα είχε αμερικανική υπηκοότητα.
Τα χαμένα ημερολόγια του Νίκολα Τέσλα
Μετά το θάνατο του Τέσλα, δημιουργήθηκε μεγάλο ενδιαφέρον από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για τα χαρτιά, τις σημειώσεις και τις έρευνες του μεγάλου εφευρέτη. Έσπευσαν λοιπόν να τα συγκεντρώσουν προτού προλάβουν να τα πάρουν ξένες δυνάμεις. Ο ανιψιός του, Σάβα Κοσάνοβιτς, πολιτικός και διπλωμάτης, ανέφερε ότι πριν φτάσουν οι άνθρωποι του OAP, κάποιος άλλος είχε ψάξει στα υπάρχοντα του Τέσλα και είχε πάρει άγνωστο αριθμό εγγράφων και προσωπικών σημειώσεων. Ήταν γνωστό στο FBI ότι η γερμανική μυστική υπηρεσία είχε ήδη αποσπάσει ένα μεγάλο αριθμό εγγράφων με τις έρευνες του Τέσλα, αρκετά χρόνια πριν από το θάνατό του. Αυτό το κλεμμένο υλικό, πιστεύεται ότι οδήγησε στην κατασκευή ιπτάμενου δίσκου από τους Ναζί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν να διασφαλίσουν ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναλαμβανόταν στο μέλλον. Οτιδήποτε είχε και την παραμικρή σχέση με τον εφευρέτη έπρεπε να κατασχεθεί και αυτό σήμαινε ότι θα χανόταν για πάντα μέσα στα μυστικά δίκτυα της, προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Αμερικής.
Παρ’ όλα αυτά, καμιά δωδεκαριά κιβώτια με τα υπάρχοντα του Τέσλα που βρίσκονταν σε διάφορα ξενοδοχεία, όπως το Γουόλντορφ Αστόρια, το ξενοδοχείο Γκάβερνορ Κλίντον και το Σεντ Ρίτζες, είχαν ήδη πουληθεί σε συλλέκτες για να καλύψουν τους απλήρωτους λογαριασμούς. Τα περισσότερα από αυτά τα κιβώτια και τα μυστικά που κρύβουν δεν έχουν βρεθεί ποτέ. Το 1976, τέσσερα, αγνώστων στοιχείων, κιβώτια βγήκαν σε πλειστηριασμό μετά το θάνατο κάποιου Μάικλ Π. Μπορνς. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τον Μπορνς, εκτός απ’ το ότι ήταν βιβλιοπώλης στο Μανχάταν. Ο πλειστηριασμός έγινε στο Νιούαρκ στο Νιου Τζέρσι και αγοράστηκαν από τον Ντέιλ Άλφρεϊ για 25 δολάρια. Ο Άλφρεϊ δεν είχε ιδέα τι περιείχαν τα κιβώτια και έκανε την αγορά από διάθεση της στιγμής. Όταν τα έψαξε αργότερα, ανακάλυψε με έκπληξη ότι υπήρχαν εκεί σημειώσεις εργαστηριακών ερευνών και προσωπικές σημειώσεις του Νίκολα Τέσλα. Μερικά από τα χαμένα έγγραφα του Τέσλα είχαν έρθει ξανά στην επιφάνεια! Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας της άγνοιας του νέου ιδιοκτήτη, τα έγγραφα ήταν σαν να χάθηκαν για δεύτερη φορά.
Το 1976, το όνομα του Νίκολα Τέσλα δεν ήταν ευρέως γνωστό. Ο Άλφρεϊ δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο σημαντικά ήταν τα χαρτιά που είχε στα χέρια του. Ψάχνοντας το τεράστιο σε ποσότητα υλικό, αρχικά νόμιζε ότι είχε αγοράσει τις σημειώσεις ενός συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Αυτά που διάβαζε ήταν τόσο απίστευτα, ώστε έμοιαζε αδύνατο να είναι αληθινά. Έχοντας πολύ λίγο ενδιαφέρον για όλα αυτά, ο Άλφρεϊ έκρυψε τα κιβώτια στο υπόγειο του σπιτιού του, με τη σκέψη ότι θα τα κοίταζε ξανά κάποια άλλη στιγμή. Πέρασαν 20 χρόνια μέχρι να ενδιαφερθεί πάλι να ρίξει μια ματιά στα κιβώτια, αλλά δυστυχώς τα έγγραφα τώρα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση εξαιτίας της υγρασίας και του χρόνου που είχε περάσει. Αποφάσισε να σώσει το παράξενο περιεχόμενο και άρχισε να αντιγράφει τα έγγραφα, προτού να είναι πολύ αργά. Μέσα από αυτή την εργασία, αφοσιώθηκε στο διάβασμα αυτών των ξεχωριστών σημειώσεων. Τα γραπτά του Τέσλα ήταν εντυπωσιακά και αποκάλυπταν τη μυστική ζωή του. Μιλούσε για λεπτομέρειες της ζωής του που δεν είχαν αναφερθεί ποτέ ξανά και ήταν άγνωστες στους βιογράφους του.
Αυτά τα χαμένα ημερολόγια αποκάλυπταν ότι το 1899, και ενόσω βρισκόταν στο Κολοράντο Σπρινγκς, ο Τέσλα «εισχώρησε» άθελά του σε συνομιλίες μεταξύ εξωγήινων όντων που έλεγχαν μυστικά την ανθρωπότητα. Τα όντα αυτά προετοίμαζαν, με άκρα μυστικότητα, την κυριαρχία και επιβολή τους πάνω στους ανθρώπους. Το πρόγραμμα αυτό βρίσκεται σε ισχύ από τη δημιουργία του ανθρώπινου είδους, αλλά εκείνη την εποχή έμπαινε σε εφαρμογή εξαιτίας της τεχνολογικής ανάπτυξης στη Γη. Ο Τέσλα κράτησε ένα λεπτομερές ημερολόγιο για όλα αυτά τα χρόνια που έκανε έρευνες για να μεταφράσει τα παράξενα ραδιοκύματα, αλλά και για τις προσπάθειές του να προειδοποιήσει την κυβέρνηση και το στρατό γι’ αυτά που είχε μάθει. Οι επιστολές του όμως έμειναν αναπάντητες.
Ο Τέσλα είχε εμπιστοσύνη σε ορισμένα άτομα και τους μιλούσε ανοιχτά για τις ανακαλύψεις του, συμπεριλαμβανομένου του Τζέικομπ Άστορ, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Γουόλντορφ Αστόρια. Τα άτομα αυτά άκουσαν με προσοχή τον Τέσλα και χρηματοδότησαν μυστικά αυτό που θα αποτελούσε την αρχή της μάχης της ανθρωπότητας για να ανακτήσει τον έλεγχο της μοίρας της. Μια μάχη που ξεκίνησε από τον Νίκολα Τέσλα. Περιστασιακά, έδινε κάποια στοιχεία στον Τύπο, με συνεντεύξεις του σε εφημερίδες και περιοδικά.
Χαιρετισμός από έναν άλλον πλανήτη
Σε ένα άρθρο του με τίτλο «Μιλώντας με τους πλανήτες», τον Μάρτιο του 1901, αναφέρει: «Καθώς βελτίωνα τα μηχανήματα για την παραγωγή έντονων ηλεκτρικών φαινομένων, παράλληλα τελειοποιούσα τα μέσα για την παρατήρηση ασθενών δυνάμεων. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αποτελέσματα, όπως επίσης και από τα πιο σημαντικά, ήταν η ανάπτυξη συγκεκριμένων συσκευών για την καταγραφή, σε απόσταση πολλών εκατοντάδων μιλίων, μιας επερχόμενης καταιγίδας, της κατεύθυνσης, της ταχύτητας και της απόστασης που είχε διανύσει αυτή.
»Ήταν πάνω στην πραγματοποίηση αυτών των εργασιών που για πρώτη φορά ανακάλυψα αυτές τις μυστηριώδεις ενέργειες που έχουν προκαλέσει τόσο ασυνήθιστο ενδιαφέρον. Είχα τελειοποιήσει τη συσκευή που προανέφερα, ώστε από το εργαστήριό μου στα βουνά του Κολοράντο μπορούσα να αισθανθώ τον παλμό της υδρογείου όπως ήταν, καταγράφοντας και την παραμικρή ηλεκτρική αλλαγή που σημειωνόταν σε ακτίνα έντεκα εκατοντάδων μιλίων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα αισθήματα που ένιωσα όταν συνειδητοποίησα ότι είχα ανακαλύψει κάτι ανυπολόγιστης σημασίας για την ανθρωπότητα.
»Αισθάνθηκα  σαν να παραβρισκόμουν στη γένεση μια νέας γνώσης ή στην αποκάλυψη μιας μεγάλης αλήθειας. Οι πρώτες παρατηρήσεις μου με συγκλόνισαν, σαν να ήταν παρών σε αυτές κάτι το μυστηριώδες, για να μην πω υπερφυσικό. Ήμουν μόνος στο εργαστήριό μου μέσα στη νύχτα και είχα πολύ έντονα αυτή την αίσθηση. Αλλά εκείνη τη στιγμή, η ιδέα ότι αυτές οι διαταραχές θα μπορούσαν να ήταν ελεγχόμενα σήματα από ευφυή όντα δεν μου είχε περάσει ακόμη από το μυαλό. Οι αλλαγές που παρατηρούσα ήταν περιοδικές και με μια ξεκάθαρη διάταξη, αλλά δεν μπορούσα να εντοπίσω την προέλευσή τους.
»Γνώριζα βεβαίως ότι μπορούσαν να δημιουργηθούν τέτοιες ηλεκτρικές διακυμάνσεις, από τον ήλιο, όπως είναι το Βόρειο Σέλας, και από γήινα ηλεκτρομαγνητικά ρεύματα, αλλά ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι οι συγκεκριμένες δεν προέρχονταν από αυτά τα αίτια. Η φύση των πειραμάτων μου απέκλειε την πιθανότητα να προέρχονται από ατμοσφαιρικές διαταραχές, όπως ειπώθηκε βιαστικά από μερικούς. Ήταν λίγο καιρό μετά που έκανα τη σκέψη ότι οι διακυμάνσεις που είχα παρατηρήσει μπορεί να οφείλονταν σε ευφυή όντα. Παρ’ όλο που δεν μπορούσα να τις αποκρυπτογραφήσω, μου ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι ήταν εντελώς τυχαίες.
»Η αίσθηση ότι ήμουν ο πρώτος που άκουσε τον “χαιρετισμό” από έναν πλανήτη σε έναν άλλο, μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα μου. Κάποιος σκοπός υπήρχε πίσω από αυτά τα ηλεκτρικά μηνύματα».
Δεκαετίες αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων του το 1937, θα ανακοινώσει: «Έχω αφιερώσει τον περισσότερο χρόνο της ζωής  μου στην τελειοποίηση μιας νέας, μικρής συσκευής, μέσω της οποίας μπορεί να εκτοξευτεί μεγάλη ποσότητα ενέργειας στο διάστημα, σε οποιαδήποτε απόσταση, χωρίς την παραμικρή διαρροή». (Νιου Γιορκ Τάιμς, Κυριακή, 11 Ιουλίου 1937).
Ο Τέσλα δεν δημοσιοποίησε ποτέ τις τεχνικές λεπτομέρειες του βελτιωμένου μεταδότη του, αλλά στην ανακοίνωση που έκανε το 1937, αποκάλυψε ένα νέο τύπο φυσικής: «Η κινητική και δυναμική ενέργεια ενός σώματος είναι το αποτέλεσμα της κίνησής του και καθορίζεται από τη σχέση της μάζας με το τετράγωνο της ταχύτητάς του. Αν η μάζα μειωθεί, η ενέργεια μειώνεται κατά το ίδιο ποσοστό. Αν μηδενιστεί, η ενέργεια θα μηδενιστεί επίσης σε οποιαδήποτε πεπερασμένη ταχύτητα». (Νιου Γιορκ Σαν, 12 Ιουλίου 1937).
Γιατί έχουν γραφτεί τόσα λίγα σχετικά με την πεποίθηση του Τέσλα ότι είχε ακούσει εξωγήινα ραδιοκύματα; Ίσως επειδή η αλήθεια κρατήθηκε μυστική.
Οι «Men in Black» κάνουν επίσκεψη
Μέχρι το καλοκαίρι του 1997, ο Άλφρεϊ είχε διαβάσει όλα τα κείμενα που βρίσκονταν και στα τέσσερα κιβώτια και είχε ήδη αρχίσει να σκανάρει τα χαρτιά με τις σημειώσεις. Του είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι μέσα σε όλες αυτές τις χειρόγραφες σημειώσεις δεν υπήρχαν καθόλου σχέδια ή σκίτσα. Αργότερα, έμαθε ότι ο Τέσλα απεχθανόταν να απεικονίζει τις ιδέες του στο χαρτί, καθώς υποστήριζε ότι όλα τα σχεδιαγράμματα βρίσκονταν μέσα στο μυαλό του και μπορούσε κατευθείαν να τα εφαρμόσει, δημιουργώντας την κατάλληλη συσκευή.
Επίσης παρατήρησε ότι τα σημειωματάρια είχαν κενά. Από αρκετά από αυτά έλειπαν πολλές ημέρες, μήνες ή ακόμη και χρόνια. Υπέθεσε λοιπόν ότι θα πρέπει να βρίσκονταν και άλλα ημερολόγια αλλού, κρυμμένα από την κυβέρνηση ή ξεχασμένα από κάποιον που δεν γνώριζε ότι τα είχε, όπως είχε συμβεί και με τον ίδιο. Εξαιτίας αυτών των κενών, άρχισε να κάνει έρευνες μέσα από το Διαδίκτυο, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να βρει πληροφορίες από άλλους ανθρώπους που θα ήξεραν κάτι σχετικό. Αυτό ήταν και το λάθος του. Η έρευνά του τράβηξε την προσοχή και κάποιων άλλων που ενδιαφέρονταν για τα ημερολόγια. Κάποιων που ήθελαν τα ημερολόγια αυτά να μείνουν χαμένα για πάντα.
Τον Σεπτέμβριο του 1997, ο Άλφρεϊ ήταν σπίτι δουλεύοντας πάνω στην έρευνά του, ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του θα έλειπαν όλη τη μέρα στο Μανχάταν. Όπως θυμάται ο Άλφρεϊ, χτύπησε το τηλέφωνο και ο άνθρωπος που καλούσε είπε ότι τον έλεγαν Τζέι Κόβσκι και ενδιαφερόταν για τα χαρτιά του Τέσλα που είχε στην κατοχή του ο Άλφρεϊ. Μετά από μερικά λεπτά συνομιλίας, η γραμμή κόπηκε απότομα. Σχεδόν αμέσως χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.
«Πηγαίνοντας να ανοίξω την πόρτα», θυμάται ο Άλφρεϊ, «βρήκα τρεις άνδρες να έχουν ήδη μπει στο σπίτι και να στέκονται στο χολ». Προτού προλάβει να μιλήσει, ο άνδρας που στεκόταν πιο κοντά του είπε: «Η πόρτα ήταν ανοιχτή Τζον, ελπίζω να μην σε πειράζει που μπήκαμε μόνοι μας». (Τζον ήταν το υποκοριστικό του Άλφρεϊ). Οι τρεις άνδρες φορούσαν μαύρα κουστούμια, λευκά πουκάμισα και μαύρες γραβάτες. «Έμοιαζαν με νεκροθάφτες» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άλφρεϊ. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε ότι δεν ήταν νεκροθάφτες κι ότι σίγουρα δεν βρίσκονταν εκεί με φιλικές διαθέσεις. Ο άνδρας που είχε μιλήσει πρώτος, συνέχισε να απευθύνεται στον Άλφρεϊ με το υποκοριστικό του: «Σαν να με ήξερε προσωπικά. Αλλά δεν τον είχα δει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Φοβήθηκα μήπως ήταν εγκληματίες. Υπήρχε ένας ξεκάθαρος αέρας απειλής γύρω από αυτούς τους τρεις που δεν έχω βιώσει ποτέ ξανά στο παρελθόν ή μετά από αυτή τη συνάντηση».
Οι άλλοι δύο μαυροντυμένοι παρέμειναν όλη την ώρα δίπλα στην πόρτα χωρίς να μιλούν και με τα μάτια καρφωμένα πάνω στον Άλφρεϊ, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης. «Απ’ ότι καταλαβαίνουμε, έχεις στην κατοχή σου μερικά παλιά κουτιά και έγγραφα» είπε ο πρώτος άνδρας. «Ενδιαφερόμαστε πολύ να τα αγοράσουμε». «Δεν είναι προς πώληση» είπε ο Άλφρεϊ. «Πώς όμως μάθατε γι’ αυτά;» Ο πρώτος άνδρας γέλασε. «Γνωρίζουμε πάρα πολλά για σένα και τα έγγραφά σου. Δεν σου ανήκουν, αλλά είμαστε διατεθειμένοι να σε πληρώσουμε για τον κόπο σου. Δεν σου χρησιμεύουν σε τίποτα. Στην πραγματικότητα μπορεί να βρεις το μπελά σου μόνο και μόνο επειδή τα έχεις».
Ο Άλφρεϊ είχε συνειδητοποιήσει ότι οι τρεις άνδρες δεν του ζητούσαν απλώς τα κουτιά, αλλά απαιτούσαν να τους τα παραδώσει. Κατάλαβε ότι το εννοούσαν κι αυτό τον τρόμαξε. Ο πρώτος άνδρας τον πλησίασε περισσότερο και μίλησε επίτηδες αργά, τονίζοντας κάθε λέξη, έτσι ώστε ο Άλφρεϊ να καταλάβει ακριβώς τι εννοούσε. «Δεν έχει κανένα νόημα ξέρεις», του είπε. «Θα πάρουμε αυτά τα κουτιά ό,τι και να κάνεις. Δεν μπορείς να μας σταματήσεις. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για σένα και την οικογένειά σου αν μας έδινες απλά αυτό που σου ζητάμε. Άνθρωποι εξαφανίστηκαν για πάντα για πολύ λιγότερα από αυτό. Δεν θα ήθελα να συμβεί αυτό σε σένα, τη γυναίκα και τα παιδιά σου». Τώρα στεκόταν ακριβώς μπροστά από τον Άλφρεϊ, με τα μαύρα μάτια του να τον καρφώνουν ψυχρά. Είχε μια σχεδόν υπνωτιστική επίδραση πάνω στον Άλφρεϊ, ο οποίος στεκόταν εκεί, ανήμπορος να αντιδράσει.
Ξαφνικά, οι τρεις άνδρες στράφηκαν προς την πόρτα και βγήκαν έξω. Δεν είπαν τίποτα άλλο. Άλλωστε δεν χρειαζόταν. Ο Άλφρεϊ είχε πάρει ξεκάθαρα το μήνυμα. Έπρεπε να παραιτηθεί από τα κιβώτια, την έρευνά του, ακόμη κι από το ενδιαφέρον του για τον Τέσλα, αν ήθελε να μείνει ζωντανός. Μετά από λίγο βγήκε από τη νάρκη που τον είχε καταλάβει και έτρεξε έξω για να αντιμετωπίσει τους τρεις άνδρες. Αλλά αυτοί είχαν εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η γειτονιά φαινόταν παράξενα ήσυχη. Μέχρι και τα πουλιά είχαν σωπάσει. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος για λίγο και μετά συνεχίστηκε σαν να μη συνέβη τίποτα.
Ο Άλφρεϊ μπήκε στο σπίτι του και κλείδωσε τις πόρτες. Μετά έτρεξε στο γραφείο όπου είχε τα κουτιά και τον υπολογιστή του. Το γραφείο βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, και το σπίτι δεν είχε άλλη είσοδο. Απ’ ότι φάνηκε όμως αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο, γιατί τα τέσσερα κουτιά, οι σημειώσεις και οι εξωτερικοί σκληροί δίσκοι είχαν όλα εξαφανιστεί. Ήταν φανερό ότι οι τρεις άνδρες αποτελούσαν αντιπερισπασμό, όσο κάποιοι άλλοι αφαιρούσαν οτιδήποτε υπήρχε εκεί σε σχέση με τον Τέσλα, έως και τα περιοδικά, άρθρα και άλλα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο Άλφρεϊ. Το χειρότερο ήταν ότι είχαν διαγράψει το σκληρό δίσκο του υπολογιστή του, εξαφανίζοντας και δικά του προσωπικά αρχεία.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες για να μπορέσει ο Άλφρεϊ να συνέλθει από τη συνάντηση αυτή. Δεν μίλησε σε κανέναν ούτε καν στη γυναίκα του γι’ αυτά που του συνέβησαν. Ήταν σαν να είχε περάσει ένα σοκ και μόνο σιγά-σιγά άρχισε να θυμάται λεπτομέρειες από εκείνη την ημέρα. Θυμήθηκε ότι οι τρεις άνδρες εκτός από το ότι φορούσαν ακριβώς τα ίδια ρούχα, είχαν το ίδιο ύψος, τα μαλλιά τους κομμένα κοντά με την ίδια τούφα να πέφτει στο μέτωπό τους, ενώ είχαν ένα αφύσικο μαύρισμα. Ο Άλφρεϊ δεν γνώριζε για τους «Άνδρες με τα Μαύρα» και μόνο αργότερα, όταν έμαθε γι’ αυτούς και μελέτησε τα βιβλία του παραψυχολόγου Τζον Κιλ (Ο Χρησμός της Πεταλούδας (αγγλικά:The Mothman Prophecies) είναι ο τίτλος αμερικανικού μεταφυσικού θρίλερ παραγωγής 2002 με τον Ρίτσαρντ Γκηρ) κατάλαβε ότι είχε δεχτεί μια επίσκεψη από τους περιβόητους αυτούς τύπους.
Από το βιβλίο «Τα χαμένα ημερολόγια του Νίκολα Τέσλα» του Τιμ Σουόρτζ.
(Tim Swartz  - The Lost Journals of Nikola Tesla)

πηγη