Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Οι θεωρίες της απόφασης

  

Η μεθοδολογία του Π. Κονδύλη στην ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των μηχανισμών λήψης των αποφάσεων.

Ο Κονδύλης αναφερόμενος στον εαυτό του (Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης, Νεφέλη 1998, σ. 9-10) θεωρεί ότι είναι ένας παρατηρητής των ανθρωπίνων πραγμάτων, ένας «αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις». Aρα το πρωταρχικό του μέλημα είναι η ανάλυση και η κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Oμως αυτή η προσπάθεια συνάπτεται με το ερμηνευτικό πρόγραμμα που δεν ικανοποιείται στη σκοπιά «της» φιλοσοφίας, «της» πολιτικής ,«της» κοινωνιολογίας ή «της» ιστορίας αλλά ακριβώς από το αντίστροφο: η κεντρική πρόθεση συνίσταται στο να καταστεί «πρόδηλη» η ενότητα των βασικών δομών της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ως εκ τούτου κατανοήσιμη η «εσώτερη λογική της εκδίπλωσής της στους τομείς της φιλοσοφικής, πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής πράξης». Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται ο ενιαίος χαρακτήρας της ανθρώπινης πράξης και γίνεται δυνατή η διάρρηξη των ορίων μεταξύ των επιστημών, θεωρώντας τες κατά κάποιο τρόπο όλες μαζί εκ των έξω (Το Αόρατο… σελ. 11). Aρα υπονοείται η χρήση μιας «ενιαίας εννοιολογίας», η οποία παράγεται από τον συσχετισμό και την εμβάθυνση των επιμέρους ωσμώσεων των επιστημών του ανθρώπου.

Σε όλο αυτό το μεγάλο έργο πιστοποιείται ο ενιαίος ειρμός που συνέχει ολόκληρη τη θεματολογία αλλά και τη σύστοιχη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία, η οποία προϋποθέτει ως προς την ιστορία των ιδεών την ακριβή γνώση και διασταύρωση των πηγών και ως προς τα φαινόμενα της «κοινωνικής ιστορίας» τη συνύπαρξη αναλυτικής ικανότητας και σφριγηλής συνθετικής δεξιότητας.

Σε αντίθεση με την «επιλεκτική διαπραγμάτευση του υλικού», όπως σημείωνε ο ίδιος, καταδεικνύεται η «γονιμότητα της μεθοδολογικής προσέγγισης φωτίζοντας ολότητες» (Το Αόρατο… σελ. 15).

Οπως αναφέρει ο ίδιος «… οι μηχανισμοί της ετερογονίας των σκοπών αναλύονται συγκεκριμένα μόνο με βάση μιαν εκτεταμένη γνώση της ιστορίας από πρώτο χέρι και μιαν κοινωνιολογική παιδεία ικανή να αξιολογήσει ιστορικό υλικό αντλημένο με τέτοιον τρόπο. Η γνώση της ιστορίας ως κοινωνικής ιστορίας τέμνεται πάλι με τη γνώση της ιστορίας των ιδεών, που με τη σειρά της δεν γίνεται κατανοητή χωρίς την παρακολούθηση της ιστορίας ορισμένων κεντρικών θεωρητικών προβλημάτων, οπότε μπαίνουμε στα πεδία της φιλοσοφίας, της θεολογίας ή και της τέχνης ως άκρως ευαίσθητου σεισμογράφου κοσμοθεωρητικών μετατοπίσεων».(Το Αόρατο… σελ. 48-49). Η διπλή ιδιότητα του «ιστορικού των ιδεών» και του «κοινωνικού ιστορικού» επιτρέπει την αποφυγή τόσο μιας ιστορίας των ιδεών, ανίκανης να προβεί σε «μιαν ιστορικά και κοινωνιολογικά εναργή σύλληψη των συγκεκριμένων υποκειμενικών της φορέων μέσα στις συγκεκριμένες αντικειμενικές τους καταστάσεις», όσο και μιας «ιστορίας των θεωρητικών προβλημάτων», που θα αγνοούσε τη «διαμόρφωση των ιδεών υπό την πίεση της εκάστοτε εσωτερικής λογικής τους» (Το Αόρατο… σελ. 49-50, 69-70).

Μια πρακτική διερεύνησης τέτοιας μορφής δεν μπορεί να προκύψει από ένα πρόχειρο και επιφανειακό ανακάτεμα των πάντων με τα πάντα και επομένως αποφεύγεται οποιαδήποτε παραχώρηση στον μεταμοντέρνο τρόπο σκέψης και στο ιδεοτυπικό αναλυτικό-συνδυαστικό του υπόδειγμα. (Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Θεμέλιο 1991).

Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πάντως ότι η μεγάλη αυτή συγγραφική συγκομιδή, ανεξάρτητα από την αυτοδύναμη παρουσία και αξία κάθε επιμέρους εργασίας, εθεωρείτο από τον ίδιο ως υλικό επίρρωσης της «περιγραφικής θεωρίας της απόφασης», δηλαδή της κοινωνικής οντολογίας του «Ισχύς και Απόφαση» (Στιγμή 1991).

Αυτή η μέριμνα για την προσεκτική συνεκτίμηση της συστοιχίας ενδογενών και εξωγενών παραγόντων της σκέψης αποτρέπει το χάσμα ανάμεσα «σε ιστορία των ιδεών και σε θεωρία» και θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ερμηνευτικής ευστοχίας του «θεωρητικού σώματος της κοινωνικής οντολογίας».

 Ο πυρήνας της κοινωνικής οντολογίας του Π. Κονδύλη ερείδεται στις θεμελιώδεις κατηγορίες της ισχύος και της απόφασης: κάθε άνθρωπος πρέπει να οικοδομήσει μια ταυτότητα για να επιβιώσει σε ένα χομπεσιανό περιβάλλον νοούμενο ως πόλεμος όλων εναντίον όλων. 

Προκειμένου να οικοδομηθεί η απολύτως αναγκαία για την επιβίωση του υποκειμένου ταυτότητα, λαμβάνεται εν μέρει συνειδητά και εν μέρει ασυνείδητα μια υπαρξιακή απόφαση, η οποία λόγω του αναπόδραστου διχαστικού χαρακτήρα της επιμερίζει Φίλους και Εχθρούς. «Απόφαση είναι η πράξη ή η διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού, από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα προσανατολισμού την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση»(Ισχύς και Απόφαση… σελ. 23). Από τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση και συνιστά πλέον υπαρξιακό δεδομένο, ακολουθούν ορισμένες ενέργειες οι οποίες συνιστούν την πεμπτουσία της διαδικασίας εξιδανίκευσης ή εξαντικειμενίκευσης.

 Με άλλα λόγια η απόφαση αποκτά ιδεολογική εξάρτυση, θεωρητική επένδυση και ένα σύστημα νοητικών διαμεσολαβήσεων που ευκολύνουν τον πραξιακό προσανατολισμό των υποκειμένων (Αιμ. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Α. Α. Λιβάνης 2005, σελ.151). Κάθε άνθρωπος, προκειμένου να στηρίξει την απόφασή του, είναι καταδικασμένος σε πλάνη, σε ψευδαίσθηση μιας και η τελευταία αποτελεί ανυπέρβλητο εργαλείο επιβίωσης. Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης αποτελεί βασικότατο τμήμα της εκτατικής διαδικασίας αυτοσυντήρησης για τη διατήρηση της ταυτότητας. Αν ιδωθούν έτσι τα πράγματα, διαπιστώνεται έτσι ότι κάθε υποκείμενο αποφασίζει, εφ’ όσον κανένα υποκείμενο δεν μπορεί να προσανατολισθεί μέσα στον κόσμο χωρίς κοσμοθεωρητική τοποθέτηση και χωρίς ταυτότητα. Η απόφαση γίνεται έτσι αντιληπτή ως περιγραφική έννοια, δηλαδή διαπιστώνεται απλώς ότι κάθε υποκείμενο αποφασίζει αναπόδραστα έτσι και αλλιώς, και όχι ως έννοια κανονιστική – στρατευμένη, ήτοι δεν υποδεικνύεται στο υποκείμενο μια «ορθή» επιλογή μεταξύ εναλλακτικών λύσεων (Το Αόρατο… σελ. 109). 

 Αντιθέτως χαρακτηρίζεται ως «στρατευμένη θεωρία της απόφασης» εκείνη που ταυτίζει την απόφαση με τη «γνήσια» απόφαση, όχι απλώς ως αναπόδραστη πραγματικότητα, αλλά την έχει αναγορεύσει σε καθήκον και συχνά τη μετατρέπει σε παθητική και δραματική τελετουργία (Ισχύς… σελ.10). Γι’ αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί κανονιστική θεωρία της απόφασης.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε την πρώτη βασική διαφορά της κονδύλειας θεωρίας της περιγραφικής απόφασης από τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης του Schmitt και τις υπαρξιακές φιλοσοφίες του Μεσοπολέμου.

Η δεύτερη βασική διαφορά αναφέρεται στο ότι η διαφορά Εχθρού – Φίλου στον Κονδύλη εδράζεται στο πεδίο της κοινωνικής οντολογίας, η οποία εμπεριέχει τη διάσταση του πολιτικού ως υποπερίπτωση, μαζί με την κοινωνία και τον άνθρωπο (Το Πολιτικό και ο Ανθρωπος, Θεμέλιο 2007, Τόμος Ια, σ. 276-292).
Επίσης δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του Schmitt για να γνωρίζει ότι στην πολιτική υπάρχουν εχθροί και φίλοι. Πρόκειται για μια εμπειρία τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, εμπειρία αποτυπωμένη από αρχαιοτάτων χρόνων σε κάθε είδους παροιμιώδεις, φιλοσοφικές ή νομικές ρήσεις. Εξάλλου ως Ελληνες γνωρίζουμε ότι αναφέρεται από τον Ηράκλειτο και επεξεργάσθηκε στη συνέχεια από τον Πλάτωνα.

Η επισκόπηση των επιμέρους επιστημονικών πεδιακών ενοτήτων «κατά κάποιον τρόπο όλες μαζί εκ των έξω» επιτρέπουν τη συγκρότηση του «περιγραφικού μεταεπιπέδου» μέσα από ένα ευκρινώς αρθρωμένο σύνολο εννοιών, των οποίων το «περιγραφικό» νόημα έχει «καθαρισθεί» από την παραδεκτή και δεδομένη «ηθική – κανονιστική» φόρτισή τους.

Η «αξιολογικά ελεύθερη – περιγραφική σκέψη» εκπορεύεται από τη διαβεβαίωση ότι η «κοινωνική οντολογία» δεν προσφέρει «ένα ύψιστο πραγματολογικό ή κανονιστικό κριτήριο προς παρατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας» παρά μόνον τη «θεμελιώδη εκείνη ανάλυση από την οποία προκύπτει γιατί είναι αδύνατη η εύρεση ενός τέτοιου κριτηρίου» (Το Αόρατο… σελ. 70, 50, 11, 12, 73).

Ειδικότερα, κάθε «κοσμοθεωρητική απόφαση» συνδέει αμοιβαία την αξιολόγηση και τη γνώση, στον βαθμό που πρόκειται για την «έκφραση της συγχώνευσης βούλησης και νόησης μέσα στο υποκείμενο τούτης της απόφασης». Με τα δεδομένα της «ατέλειωτης ποικιλομορφίας του αντικειμενικά υπαρκτού», δηλαδή των «διαφορετικών κόσμων» που αναπτύσσονται στους κόλπους του, τεκμηριώνεται η «εμπράγματη αφετηρία της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης», που αποσκοπεί στην κατάδειξη της αιτίας αυτής της «ιστορικά δεδομένης ποικιλομορφίας» με την αποτύπωση της «διαδικασίας του αποχωρισμού και της απόφασης», γεγονός που συνοψίζεται στην «αναγκαιότητα μετατροπής της επιδίωξης για αυτοσυντήρηση σε αξίωση ισχύος» (Ισχύς… 14, 17, 18-19, 23, 56, 61, 68, 69-70, Το Αόρατο… σελ. 91, 93, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, Θεμέλιο 1998, σελ. 10-11)».

Συνεπώς η αντίληψη για τα πράγματα, πάνω στην οποία «θεμελιώνεται» η «αξιολογικά ελεύθερη» θεώρησή τους, είναι ότι η «έσχατη πραγματικότητα» συναποτελείται «από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους· γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους». Αν η παραδοχή αυτή υπονοεί τον «μόνο λογικό» εξοβελισμό «κάθε κανονιστικής θεώρησης», δεν σημαίνει ότι πραγματεύεται τις ιδέες στην «ονομαστική τους αξία», αλλά ως «σύμβολα και όπλα» στον τρόπο δράσης της «κοινωνικής ύπαρξης» (Ισχύς… σελ. 213, 214, 215).

Του Κώστα Μελά - Διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΦΙΕΡΩΜΑ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ της Εφημερίδας των Συντακτών 





http://ntokoumentagr.blogspot.gr