Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Η Ψυχιατρική Είναι η Σύγχρονη Ιερά Εξέταση

  

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΥΝΗΓΙΟΥ ΤΩΝ ΜΑΓΙΣΣΩΝ» Η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας είναι ανάλογη με την ιδέα της μαγείας. Στον 15ο αιώνα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι μερικά άτομα ήταν μάγοι και ότι ορισμένες πράξεις οφείλονταν στη μαγεία.
Στον 20ο αιώνα, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μερικά άτομα είναι ψυχασθενείς και ότι ορισμένες πράξεις οφείλονται στην ψυχασθένεια.

Περίπου δέκα χρόνια πριν, προσπάθησα να δείξω πως η ιδέα της ψυχασθένειας έχει την ίδια λογική και εμπειρική βάση με την ιδέα της μαγείας, ότι η μαγεία και η ψυχασθένεια είναι εξ’ ολοκλήρου ανακριβείς και εγκλωβιστικές συλλήψεις που προσαρμόζονται κατά βούληση σε οποιαδήποτε χρήση από τον ιερέα ή τον γιατρό (τον «διαγνωστικό») που επιθυμεί να τις χρησιμοποιήσει.[2]

Σκοπεύω να δείξω πως η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας εξυπηρετεί στο σύγχρονο κόσμο την ιδία κοινωνική λειτουργία που εξυπηρετούσε η ιδέα της Μαγείας κατά τη μεσαιωνική περίοδο, ότι -δηλαδή- η πίστη στην ύπαρξη της ψυχικής αρρώστιας και οι κοινωνικές πράξεις που απορρέουν απ’ αυτή την πίστη έχουν τις ίδιες ηθικές ενοχοποιήσεις και τις ίδιες πολιτικές συνέπειες μ’ εκείνες που είχε η πίστη στην ύπαρξη της μαγείας και οι κοινωνικές πράξεις που απέρρεαν απ’ αυτή.

Ο Henry Sigerist πρύτανης της αμερικάνικης ιατρικής ιστοριογραφίας, υποστήριζε πως «η σύγχρονη ψυχιατρική γεννήθηκε από την τροποποίηση της στάσης απέναντι στη μαγεία, ως μια μορφή ιατρικής πειθαρχίας».[3] Κι αυτή η άποψη ερμηνεύτηκε μ’ ένα τρόπο που να δείχνει πως οι άνθρωποι που πίστευαν ότι είναι μάγοι ήταν στην πραγματικότητα ψυχικά άρρωστοι που αντί να καταδιωχτούν ως αιρετικοί θα έπρεπε να θεραπευτούν ως τρελοί.

Αν και συμφωνώ με τον Sigerist και τους άλλους ιστορικούς που υποστηρίζουν ότι η ψυχιατρική αναπτύχθηκε μετά την παρακμή και του κυνηγιού των μαγισσών, η ερμηνεία μου βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με τη δική τους.

▪ Εκείνοι υποστηρίζουν ότι αυτό έγινε εξαιτίας της βαθμιαίας αποδοχής της άποψης ότι τα άτομα που υποτίθεντο ότι ήταν αιρετικοί, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ψυχασθενείς.

▪ Εγώ υποστηρίζω πως αυτό συνέβη εξαιτίας του μετασχηματισμού της θρησκευτικής ιδεολογίας σε επιστημονική, με αποτέλεσμα την αντικατάσταση του θεολογικού κινήματος από ένα μαζικό-ιατρικό κίνημα και την αντικατάσταση της δίωξης των αιρετικών από τη δίωξη των τρελών.

Οι άνθρωποι που πίστευαν στη μαγεία κατασκεύασαν τις μάγισσες περιγράφοντας τον ρόλο τους στους άλλους ή μερικές φορές ακόμα και στον εαυτό τους. Μ’ αυτό τον τρόπο κυριολεκτικά δημιούργησαν τις μάγισσες που η ύπαρξη τους ως κοινωνικών αντικειμένων, απέδειξε την πραγματικότητα της μαγείας.

Ο ισχυρισμός ότι η μαγεία και οι μάγισσες είναι ανύπαρκτες, καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν τόσο η συμπεριφορά που περιγράφεται από τις κατ’ ισχυρισμό μάγισσες όσο και οι κοινωνικές αναταραχές που αποδίδονται σ’ αυτές. Την εποχή του κυνηγιού των μαγισσών υπήρχαν πράγματι ορισμένοι άνθρωποι που προκαλούσαν ενόχληση ή ανησυχία σε άλλους ανθρώπους (όπως για παράδειγμα, οι άνδρες που η θρησκευτική τους πίστη και πρακτική διέφερε απ’ αυτή της πλειοψηφίας ή οι γυναίκες που βοηθούσαν στη γέννα των παιδιών ως μαίες). Αυτοί οι άνθρωποι συχνά κατηγορούνταν για μαγεία και διώκονταν ως μάγισσες.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι μάγισσες δεν διάλεγαν οικειοθελώς το ρόλο της μάγισσας: χαρακτηρίζονταν ως μάγισσες και είχαν την ανάλογη μεταχείριση παρά τη θέληση τους. Δηλαδή, ο ρόλος τους απονέμονταν χωρίς το δικαίωμα να τον επιλέξουν και να ξεφύγουν από την εξουσία της εκκλησίας και του κράτους.

Οπωσδήποτε, ο κοινωνικός ρόλος της μάγισσας είχε καθιερωθεί από τον ακαταμάχητο συνδυασμό της άποψης της εξουσίας, της πλατειάς διαδεδομένης προπαγάνδας και της λαϊκής ευπιστίας. Και περιστασιακά συνέβαινε διάφοροι άνθρωποι να ισχυρίζονται από μόνοι τους πως ήταν μάγισσες. Αυτά τα άτομα που δήλωναν ότι ενστερνίζονταν τις ιδέες και τα αισθήματα που χαρακτήριζαν τις μάγισσες και εκδήλωναν ανοικτά την παρεκκλίνουσα θέση τους για την επίτευξη των δικών τους σκοπών (πού πρέπει να ήταν ή η απόδοση ενός νοήματος στη ζωή τους ή η διάπραξη μιας έμμεσης αυτοκτονίας), διάλεγαν από μόνα το

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑΣ: Στο παρελθόν οι άνθρωποι δημιούργησαν τις μάγισσες, τώρα δημιουργούν τους ψυχασθενείς. Σε σχέση μ’ αυτό, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως ο ισχυρισμός ότι η τρέλα και οι τρελοί είναι ανύπαρκτοι καθόλου δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει η προσωπική συμπεριφορά που αποδίδεται σε ορισμένα άτομα που χαρακτηρίζονται ως ψυχασθενείς ή ότι δεν υπάρχουν οι κοινωνικές δυσλειτουργίες που αποδίδονται σ’ αυτά.

Στις μέρες μας, πολλοί άνθρωποι που παραβιάζουν το νόμο ή χλευάζουν την συμβατικότητα της ηθικής και της κοινωνίας ή κάνουν χρήση ηρωίνης ή παραμελούν τα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο. Τέτοιοι άνθρωποι συχνά κατηγορούνται ως ψυχασθενείς (χαρακτηρίζονται ως «ρέποντες προς το κακό» ή ως «post partum ψυχωτικοί») και διώκονται ως ψυχασθενείς, κλείνονται σε ψυχιατρεία και υποβάλλονται σε «θεραπεία».[4]

Το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν διαλέγουν το ρόλο του τρελού. Ο ρόλος τους απονέμεται από άλλους και εάν οι κατηγορούμενοι ως ψυχασθενείς είχαν την ευκαιρία, θα επέλεγαν την απαλλαγή τους από την ιατρική και κρατική εξουσία.

Μ’ άλλα λόγια, εάν σκοπεύουμε να δούμε τα πράγματα με καθαρό μάτι και όχι να επιβεβαιώσουμε τις απόψεις της κοινής γνώμης και να δικαιολογήσουμε τις πρακτικές που είναι παραδεκτές απ’ αυτή, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τρεις σχετικές αλλά ευδιάκριτες τάξεις φαινομένων:

• Πρώτη, διάφορα συμβάντα ή συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα η γέννηση ενός παιδιού ή η απόρριψη ενός υγιούς παιδιού από τη μητέρα.
• Δεύτερη, οι εξηγήσεις αυτών των φαινομένων με θρησκευτικές ή ιατρικές συλλήψεις, όπως η μαγεία ή η ψυχασθένεια.

• Τρίτη, ο κοινωνικός έλεγχος αυτών των φαινομένων που δικαιολογείται με θρησκευτικές ή ιατρικές ερμηνείες και επιβάλλεται με πρακτικές που ερμηνεύονται θεολογικά ή θεραπευτικά, όπως το κάψιμο των μαγισσών ή ο εγκλεισμός των τρελών σε ψυχιατρείο παρά τη θέληση τους. Οποιοσδήποτε μπορεί να δέχεται την πραγματικότητα ενός συμβάντος ή μιας συμπεριφοράς και να αρνείται γενικά τις παραδεκτές ερμηνείες και μεθόδους του κοινωνικού ελέγχου.

Είναι γεγονός ότι οι σφοδρότερες αντιρρήσεις τόσο σε σχέση με την θρησκεία όσο και σε σχέση με την επιστήμη, έχουν επικεντρωθεί όχι στο αληθινό ή μη-αληθινό των ιδιόρρυθμων συμβάντων αλλά στην ορθότητα ή μη-ορθότητα των ερμηνειών τους και στην ορθότητα ή μη-ορθότητα των τακτικών που υιοθετήθηκαν για την καταστολή τους.

Εκείνοι που πραγματικά πίστευαν στη μαγεία, υποστήριζαν ότι οι μάγισσες ήταν αιτία των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι και ότι το κάψιμο τους στην πυρά ήταν μια δίκαιη πράξη. Ενώ εκείνοι που αντιτίθενται σ’ αυτή την πίστη, θεωρούσαν το παραπάνω ισχυρισμό λανθασμένο και τα μέτρα που δικαιολογούνται απ’ αυτόν ως πράξη άδικη.

Με τον ίδιο τρόπο, αυτοί που πραγματικά πιστεύουν στην ύπαρξη της ψυχικής αρρώστιας, ισχυρίζονται ότι αιτία των ανθρώπινων δυσχερειών είναι οι τρελοί και ότι η φυλάκιση τους στα ψυχιατρεία είναι πράξη ορθή. Ενώ εκείνοι που είναι αντιτίθενται σ’ αυτή την πίστη, θεωρούν τον παραπάνω ισχυρισμό λανθασμένο και τα μέτρα που δικαιολογούνται απ’ αυτόν ως πράξη άδικη.[5]

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΑΣΘΕΝΗ: Ο κοινωνικός ρόλος του ψυχασθενή έχει καθιερωθεί από τον ακαταμάχητο συνδυασμό της κυρίαρχης εξουσιαστικής γνώμης, της πλατειά διαδεδομένης προπαγάνδας και της λαϊκής ευπιστίας ότι περιστασιακά συμβαίνει μερικοί άνθρωποι να ισχυρίζονται από μόνοι τους πως είναι ψυχασθενείς. Οι άνθρωποι αυτοί υποστηρίζουν ότι ενστερνίζονται τις ιδέες και τα αισθήματα που χαρακτηρίζουν τα ψυχικά άρρωστα άτομα και εκδηλώνουν ανοικτά την παρεκκλίνουσα θέση τους για την επίτευξη των δικών τους σκοπών (που μπορεί να είναι η απαλλαγή τους από τη στρατιωτική θητεία ή από ορισμένες άλλες υποχρεώσεις ή το πλήγωμα των εαυτών τους και των οικογενειών τους, κ.ά.).

Είναι δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να αυτοχαρακτηρίζονται ψυχασθενείς με σκοπό να εξασφαλίσουν την ψυχιατρική βοήθεια που θεωρούν πως χρειάζονται και επιθυμούν. Κατά κανόνα, τέτοιοι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν είναι ψυχικά άρρωστοι και ότι η αρρώστια τους είναι μεταφορική. Αλλά αναλαμβάνουν το ρόλο του ψυχασθενούς ως το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν για να απαιτήσουν τις υπηρεσίες ενός ειδικού, οι πελάτες του οποίου είναι κοινωνικά προσδιορισμένοι μ’ αυτό τον τρόπο.

Η ιδέα της ψυχικής αρρώστιας δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε χρήσιμη για την άσκηση της Συμβολαιακής ψυχοθεραπείας.[6]

Είναι γεγονός πως τέτοιου είδους «άρρωστοι» συχνά «θεραπεύονται» από μη γιατρούς-θεραπευτές (δηλαδή, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς). Τα περισσότερα απ’ τα θέματα που θίγονται σ’ αυτό το βιβλίο δεν αναφέρονται στους ασθενείς αυτού του είδους, τους θεραπευτές τους ή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα τους.

Αν και περιστασιακά μόνο μερικά άτομα αναλάμβαναν το ρόλο της μάγισσας με την θέληση τους, ωστόσο στις ιστοριογραφικές μελέτες του κυνηγιού των μαγισσών παίρνεται ως δεδομένο ότι η μάγισσα αναλάμβανε οικειοθελώς το ρόλο της και ότι αρμόδιος για την κατάσταση της θεσμός ήταν η Ιερή Εξέταση.
Θα δεχτώ το ίδιο σκεπτικό και για την εποχή μας: Αν και περιστασιακά μόνο, ορισμένα άτομα αναλαμβάνουν με τη θέληση τους τον ρόλο του ψυχασθενή, θα δεχτώ την υπόθεση ότι ο ψυχικά άρρωστος αναλαμβάνει οικειοθελώς αυτό το ρόλο του και ότι υπεύθυνος θεσμός για την κατάσταση του είναι η Θεσμική Ψυχιατρική.

Για να γίνει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στον ακούσιο και τον εκούσιο άρρωστο, εγώ συνήθως αναφέρω το θύμα της ψυχιατρικής σχέσης ως «ακούσιο άρρωστο», τον καταπιεστή του ως «θεσμικό ψυχίατρο» και το σύστημα που εκφράζει και ενσωματώνει την αλληλεπίδραση αυτή ως «Θεσμική Ψυχιατρική».

Το σημαντικότερο οικονομικό χαρακτηριστικό της Θεσμικής Ψυχιατρικής είναι το γεγονός ότι ο θεσμικός ψυχίατρος είναι ένας γραφειοκράτης υπάλληλος που αμείβεται για τις υπηρεσίες του από ένα ιδιωτικό ή δημόσιο οργανισμό και όχι από το άτομο που είναι ο φαινομενικός του πελάτης.

Το σημαντικότερο κοινωνικό χαρακτηριστικό της Θεσμικής Ψυχιατρικής είναι η χρησιμοποίηση της εξουσίας και της απάτης. Εκτός από τη διαδικασία φυλάκισης και εγκλεισμού του «τρελού» για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι αρμοδιότητες του κλινικού ψυχίατρου περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα επεμβάσεων (όπως η εξέταση των εναγόμενων σε δίκη για τον ορισμό της υγείας τους ή της ικανότητας τους να προσαχθούν σε δίκη, η εξέταση των υπαλλήλων προκειμένου να κριθεί η καταλληλότητα τους για κάποια δουλειά, η εξέταση των υποψηφίων για κάποιο κολέγιο, την ιατρική σχολή ή κάποιο ψυχαναλυτικό ίδρυμα προκειμένου να κριθεί η καταλληλότητα τους για να γίνουν δεκτοί, η εξέταση των ιστορικών των θανόντων για να εξακριβωθεί η «ικανότητα τους προς σύνταξη διαθήκης», κ.ο.κ.).[7]

Σύμφωνα μ’ αυτό τον ορισμό, όλοι οι ψυχίατροι που απασχολούνται σε κρατικά ψυχιατρεία, υπηρεσίες υγείας, στρατιωτικούς οργανισμούς, δικαστήρια, φυλακές ή άλλες παρεμφερείς θέσεις είναι κλινικοί ψυχίατροι.
Το σημαντικότερο οικονομικό χαρακτηριστικό της Συμβολαιακής Ψυχιατρικής είναι το γεγονός ότι ο συμβολαιακός ψυχίατρος δεν είναι παρά ένας ιδιώτης επιχειρηματίας που αμείβεται για τις υπηρεσίες του από τον πελάτη του. Το σημαντικότερο κοινωνικό χαρακτηριστικό της είναι η άρνηση της άσκησης εξουσίας και της απάτης. Η σχέση μεταξύ συμβολαιακού ψυχίατρου και ασθενή βασίζεται σ’ ένα συμβόλαιο που στη σύνταξη του συμμετέχουν ελεύθερα και τα δύο μέρη και που μπορεί ελεύθερα να ακυρωθεί κι απ’ τα δύο μέρη. Το συμβόλαιο καθορίζει μια ανταλλακτική σχέση μεταξύ ψυχιατρικών υπηρεσιών και χρημάτων.[8]
Με άλλα λόγια ενώ ο κλινικός ψυχίατρος επιβάλλεται στον «ασθενή» του (πού δεν πληρώνει ο ίδιος, που δεν θέλει να είναι «ασθενής» και που δεν είναι ελεύθερος να αρνηθεί την «βοήθεια» του), ο συμβολαιακός ψυχίατρος βάζει τον εαυτό του στην υπηρεσία των «άρρωστων» του (πού πρέπει να τον αμείβουν, πρέπει να θέλουν να είναι ασθενείς του και είναι ελεύθεροι να αρνηθούν την βοήθεια του).
Όπως η τυπική ευρωπαία μάγισσα τον 15ο αιώνα, έτσι κι ο τυπικός Αμερικανός ψυχασθενής στην εποχή μας είναι ένα φτωχό άτομο που έχει κατηγορηθεί ή κατηγορείται ότι δημιουργεί προβλήματα και χαρακτηρίζεται ως ψυχοπαθής παρά τη θέληση του. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί η να αποδεχθεί το ρόλο του ή να προσπαθήσει να τον απορρίψει. Ο θεσμικός ψυχίατρος όταν έρθει αντιμέτωπος μαζί του μπορεί ή να επιχειρήσει περιορισμό αυτού του ρόλου (ίσως και με εγκλεισμό σε ψυχιατρείο για μεγάλο χρονικό διάστημα) ή να απαλλάξει τον ασθενή απ’ αυτό το ρόλο ύστερα από μια σύντομη περίοδο εγκλεισμού. Σε κάθε περίπτωση, η ψυχιατρική εξουσία ελέγχει απόλυτα αυτή τη σχέση.

Η ΑΝΑΓΩΓΗ ΕΝΟΣ ΦΤΩΧΟΥ ΣΕ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟ: Για να ερμηνευθεί η αναγωγή ενός φτωχού σε ανεπιθύμητο προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός προσώπου που θ’ αναλάβει το ρόλο του ψυχασθενή. Ένα παράδειγμα, τυχαία παρμένο από τον καθημερινό τύπο, είναι αρκετά εύγλωττο: «Δικηγόροι εκπρόσωποι ευκατάστατων πελατών, κατάθεσαν ενόρκως στην Κρατική Επιτροπή Κοινωνικής Ευημερίας ότι μέσα στα δύο τελευταία χρόνια σε έξη ή επτά περιπτώσεις, άτομα που έτυχαν περίθαλψης ατό Τμήμα Ευημερίας της Νέας Υόρκης και δημιούργησαν επεισόδια στους υπαλλήλους, στάλθηκαν στο ψυχιατρικό τμήμα του Bellevew».[9]

Για να ερμηνευτεί ο τρόπος με τον οποίο κατηγορείται κάποιος για πρόκληση επεισοδίων προϋποτίθεται η ύπαρξη ενός προσώπου που θα παίζει το ρόλο του ψυχασθενή. Προσέξτε τα παρακάτω παραδείγματα: Το 1964, συνολικά 1.437 άτομα «υπό κατηγορία ή κατόπιν μηνύσεως στο Κακουργιοδικείο της Μασαχουσέτης, παραπέμφθηκαν για εξέταση της διανοητικής τους κατάστασης πριν από τη διεξαγωγή της δίκης».[10] Δηλαδή, 1.437 άτομα είχαν μεταχείριση ψυχασθενούς, απλώς και μόνο γιατί κατηγορήθηκαν για ένα πταίσμα. Οκτώ χρόνια πριν, ήταν διπλάσιος ο αριθμός των ατόμων που έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης για τους ίδιους λόγους.

Πάνω από 1.437 άτομα στάλθηκαν για προσωρινή παρακολούθηση (συνήθως για δύο μήνες) και 224, δηλ. το 1/6 απ’ αυτούς, ξαναστάλθηκαν σε ψυχιατρεία για αόριστο χρονικό διάστημα εγκλεισμού. Το 1964, μόνο στο κακουργιοδικείο του Μανχάταν, 1.388 εναγόμενοι παραπέμφθηκαν για ψυχιατρικές εξετάσεις και το 1/4 απ’ αυτούς ξαναστάλθηκαν στο ψυχιατρείο για αόριστο χρονικό διάστημα.[11]

Παραθέτω αυτά τα δεδομένα, όχι ως παράδειγμα μεμονωμένων άτυχων καταχρήσεων του ψυχιατρικού συστήματος με σκοπό την διόρθωση του από διάφορους φωτισμένους πολίτες, αλλά ως δηλωτικά παραδείγματα μιας παρεμβατικής ψυχιατρικής παρενόχλησης, εκφοβισμού και απαξίωσης που κατοχυρώνει το δικαίωμα ορισμένων μορφών κοινωνικής εξουσίας να επιβάλλουν το ρόλο του ψυχασθενή σε διάφορα άτομα (και ιδιαίτερα σε άτομα προερχόμενα από χαμηλές κοινωνικό-οικονομικές τάξεις).

Ο ισχυρισμός ότι στα πλαίσια ενός κοινωνικού ιδρύματος σημειώνονται μερικές «καταχρήσεις», συνεπάγεται την αναγνώριση πως αυτό το Ίδρυμα εξυπηρετεί κι άλλες επιθυμητές η σωστές ανάγκες. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, η μοιραία αδυναμία των αναρίθμητων (παλιών και σύγχρονων, λόγιων και επαγγελματιών) αναφορών για τα ιδιωτικά και τα δημόσια ψυχιατρεία.[12]

Η προσωπική μου θέση είναι διαφορετική: Πιστεύω πως δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρχουν καταχρήσεις στο πλαίσιο της θεσμικής ψυχιατρικής, ακριβώς επειδή η θεσμική ψυχιατρική αποτελεί μια «κατάχρηση» αφεαυτής. Όπως δεν υπήρχαν και δεν μπορούσαν να υπάρχουν καταχρήσεις στο πλαίσιο ης Ιερής Εξέτασης, ακριβώς επειδή η Ιερή Εξέταση συνιστούσε μια κατάχρηση αφεαυτής.

 
 



Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ: Πράγματι, όπως η Ιερή Εξέταση ήταν η χαρακτηριστική κατάχρηση του Χριστιανισμού, έτσι και η Θεσμική Ψυχιατρική είναι η χαρακτηριστική κατάχρηση της Ιατρικής. Με άλλα λόγια, είναι λογικό και χρήσιμο να διερευνούμε τις χρήσεις και τις καταχρήσεις τέτοιων πολύπλοκων ανθρώπινων μεθοδεύσεων όπως η Θρησκεία, Ιατρική, Επιστήμη και ο Νόμος.

Κι επιπλέον, είναι παράλογο και άχρηστο να μιλάμε για τις χρήσεις και τις καταχρήσεις των διαφόρων ιδρυμάτων (θρησκευτικών, ιατρικών, πολιτικών, κ.ά.), που εξαιτίας των χαρακτηριστικών και αναγκαίων γι’ αυτά μεθόδων που χρησιμοποιούν, τα θεωρούμε ασυμβίβαστα με τις έννοιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ηθικής.

Οπωσδήποτε, το τι συμβιβάζεται και τι δεν συμβιβάζεται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ηθική, διαφέρει από εποχή σε εποχή κι από άτομο σε άτομο.

Η Ιερή Εξέταση ακόμα και στην περίοδο της ακμής της, δεν κέντριζε τις ευαισθησίες των περισσοτέρων ανθρώπων, παρόλο που ο καθένας από αυτούς φρόντιζε από μόνος του να παραμείνει έξω από την αρπάγη της. Με τον ίδιο τρόπο, η Θεσμική Ψυχιατρική δεν θίγει τις ευαισθησίες των περισσοτέρων ανθρώπων, παρόλο που καθένας απ’ αυτούς κάνει ό,τι μπορεί από μόνος του για να παραμείνει έξω από την αρπάγη της.

Με βάση την ηθική απόφανση ότι η Θεσμική Ψυχιατρική συνιστά μια «κατάχρηση» για την ανθρώπινη προσωπικότητα και την θεραπευτική σχέση, θέλω να καταστήσω απολύτως σαφές το ότι περιγράφοντας τους τρόπους παρέμβασης της ψυχιατρικής θα δείχνω τις χρήσεις και όχι τις καταχρήσεις της. Θα προσπαθήσω να δείξω μ’ αυτό τον τρόπο πως αν η Θεσμική Ψυχιατρική είναι επιζήμια για τους αποκαλούμενους ψυχασθενείς, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι υπεύθυνη της κατάχρησης αλλά γιατί η ζημιά που προκαλεί στα άτομα χαρακτηρίζοντας τα, ψυχασθενείς, συνιστά μια ουσιώδη λειτουργία της. Η Θεσμική Ψυχιατρική ήταν και είναι προσανατολισμένη στην προσπάθεια της αναμόρφωσης της ομάδας (οικογένεια, κοινωνία) καταδιώκοντας και υποβαθμίζοντας το άτομο (ως τρελό η άρρωστο).[13]

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ «ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ» Μ’ όλο που έχω προσεγγίσει κοινωνιολογικά την «παρέκκλιση», σε τούτη τη μελέτη απέφυγα, όπου ήταν δυνατό, να αποκαλώ «παρεκκλίνοντες» τις μάγισσες και τους ψυχασθενείς. Οι λέξεις μιλάνε από μόνες τους. Και παρόλο που πολλοί κοινωνιολόγοι επιμένουν πως ο όρος «παρεκκλίνων» δεν υποβαθμίζει την αξία του προσώπου ή της ομάδας που χαρακτηρίζει, στο όρο ενυπάρχει η ενοχοποίηση της κατωτερότητας.

Φυσικά οι κοινωνιολόγοι δεν είναι εξ’ ολοκλήρου άμοιροι της μομφής: Χαρακτηρίζουν τους εξαρτημένους χρήστες ουσιών και τους ομοφυλόφιλους ως «παρεκκλίνοντες» αλλά ποτέ τους ολυμπιονίκες η τους νομπελίστες. Ο όρος σπάνια αποδίδεται σε άτομα με αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά όπως ο εντυπωσιακός πλούτος, η υψηλή επιδεξιότητα, η φήμη, ενώ συνήθως δίνεται σε ανθρώπους με καταφρονητέα χαρακτηριστικά όπως η φτώχεια, η ανυπαρξία όποιας αξιοσημείωτης επιδεξιότητας ή η ατιμία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, προσωπικά αποκηρύσσω την σιωπηρή αξίωση που ενυπάρχει στον ορισμό των ψυχασθενών ως «παρεκκλινόντων» ότι μια και που οι άνθρωποι αυτοί διαφέρουν ή ισχυρίζονται ότι διαφέρουν από την πλειοψηφία, δεν είναι παρά άρρωστοι, κακοί, ηλίθιοι ή μη σωστοί, ενώ η πλειοψηφία είναι καλή, λογική ή ορθή.

Ο ορός «κοινωνικά παρεκκλίνοντες» σε σχέση με τα άτομα που ενοχοποιήθηκαν ως ψυχασθενείς, δεν είναι ικανοποιητικός και για ένα επιπρόσθετο λόγο: Σ’ αντίθεση με τους όρους «αποδιοπομπαίος τράγος» ή «θύμα», ο όρος «παρεκκλίνοντες» δεν εκφράζει με σαφήνεια το γεγονός ότι οι πλειοψηφίες χαρακτηρίζουν ως «παρεκκλίνοντες» διάφορα άτομα ή ομάδες με σκοπό την δικαιολόγηση του κοινωνικού ελέγχου που ασκούν επάνω τους, της καταπίεσης, του κατατρεγμού ή της πλήρους εξόντωσης τους.

Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πως οι ρόλοι δεν αποτελούν παρά εκφράσεις αναγκών της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, ο ρόλος του «παρεκκλίνοντα» έχει σημασία μόνο ως έκφραση ειδικών κοινωνικών εθίμων και νόμων.

Ο εγκληματίας είναι παρεκκλίνων γιατί παραβιάζει το νόμο. Ο ομοφυλόφιλος γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ετεροφυλόφιλοι. Ο άθεος γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ή λένε ότι πιστεύουν στο Θεό. Η απομάκρυνση από την καθιερωμένη μορφή συμπεριφοράς είναι ένα σημαντικό αλλά όχι και μοναδικό κριτήριο της κοινωνικής παρέκκλισης.
Ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί πως παρεκκλίνει, όχι μόνο επειδή η συμπεριφορά του δεν εναρμονίζεται με το γενικά παραδεκτό ηθικό ιδεώδες. 

Έτσι, παρόλο που ένας ευτυχισμένος γάμος συνιστά μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα, ο ανύπαντρος ή ο μη επιτυχημένος στο γάμο του συχνά θεωρείται ως άτομο ψυχολογικά ασταθές που παρεκκλίνει κοινωνικά. Σε παλιότερες εποχές ο αυνανισμός αντιμετωπίζονταν από τους ψυχίατρους ως σύμπτωμα και ως αιτία της τρέλας.

Η «κοινωνική παρέκκλιση» είναι όρος που χαρακτηρίζει μια πληθώρα κατηγοριών. Ποιου είδους κοινωνικές παρεκκλίσεις θεωρούνται ψυχασθένειες; Η απάντηση περιλαμβάνει εκείνους που η μη-αλλοτριωμένη προσωπική τους συμπεριφορά δεν συμμορφώνεται με τους ψυχιατρικά καθορισμένους και επιβαλλόμενους κανόνες της ψυχικής υγείας. Έτσι, αν η αποφυγή των «ναρκωτικών» είναι κανόνας της ψυχικής υγείας, τότε η λήψη τους θα είναι σημάδι της ψυχικής αρρώστιας. ‘Η, ακόμα, αν η μετριοπάθεια είναι κανόνας της ψυχικής υγείας, τότε η κατάθλιψη και η έξαρση θα είναι σημάδια της ψυχικής αρρώστιας, κ.ο.κ.

Όμως έτσι γίνεται ίσως φανερό ότι είναι πολύτιμα τα συμπεράσματα μας από τη δική μας κατανόηση της ψυχασθένειας και της θεσμικής ψυχιατρικής.
Γεγονός είναι ότι κάθε φορά που οι ψυχίατροι διατυπώνουν ένα καινούργιο κανόνα ψυχικής υγείας δημιουργούν μια νέα κατηγορία ψυχικά αρρώστων, όπως ακριβώς κάθε φορά που οι νομοθέτες θεσπίζουν ένα καινούργιο περιοριστικό νόμο δημιουργούν μια νέα κατηγορία εγκληματιών.

Παράδειγμα, η άποψη ότι η προκατάληψη για τους Εβραίους είναι μια ψυχοπαθολογική εκδήλωση[14] ή ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες που παντρεύτηκαν Βιετναμέζες[15] και οι λευκοί που παντρεύονται μαύρες[16] είναι ψυχασθενείς, δεν είναι παρά μια στρατηγική για την διεύρυνση της κατηγορίας των ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηρίζονται νόμιμα ως ψυχασθενείς.

Και εφόσον οι συνέπειες του χαρακτηρισμού ενός ατόμου ως ψυχασθενούς συνεπάγονται κυρώσεις (όπως η προσωπική υποβάθμιση, η απώλεια της εργασίας, η αφαίρεση του δικαιώματος να οδηγεί αυτοκίνητο, να ψηφίζει, να συνάπτει έγκυρα συμβόλαια, να παραβρεθεί σε δίκη ως ενάγων ή εναγόμενος ή τέλος, να κλειστεί ισόβια ίσως σε ψυχιατρείο). Η διεύρυνση της κατηγορίας των ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηριστούν νόμιμα ως ψυχασθενείς είναι ουσιαστική προϋπόθεση για την εμπέδωση των σκοπών και την αύξηση της εξουσίας της Κίνησης για την Ψυχική Υγεία και των ψυχιατρικών μεθόδων κοινωνικού ελέγχου που χρησιμοποιεί…

Ο Τόμας Σαζ (Thomas Szasz) γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1920 και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ σε ηλικία 18 χρόνων. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου του Cincinati (1938-44). Ασκήθηκε στην ψυχιατρική στην πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική του Σικάγο (1946-48) και στην ψυχανάλυση, στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της ίδια πόλης (1947-50). Πήρε τον τίτλο ειδικότητας στην ψυχιατρική από το American Board οf Psychiatry and Neurology (1951) και είναι μέλος του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Σικάγο. Συγγραφέας πολλών βιβλίων και συνεργάτης αρκετών ιατρικών και μη, περιοδικών, ήταν καθηγητής της ψυχιατρικής στο Upstate Medical Center του πανεπιστημίου των Συρακουσών της Ν. Υόρκης από το 1956.

Ο Τόμας Σαζ είναι από τους πρωτοπόρους διανοούμενους ψυχιάτρους που δεν περιορίστηκαν μόνο στην καταγγελία της ψυχιατρικής βαρβαρότητας, αλλά -επικεντρώνοντας την προσοχή τους στις σχέσεις της ψυχιατρικής με την κρατική εξουσία και μελετώντας τις ιστορικές κοινωνικές, φιλοσοφικές, οικονομικές και ψευδό-ιατρικές παραμέτρους της- αμφισβήτησαν αυτό καθαυτό το αντικείμενο της ψυχιατρικής (την ψυχική αρρώστια), διέλυσαν την μυθολογία που την περιβάλλει και πρόβαλαν ολοκάθαρα τον πραγματικό της χαρακτήρα και την αληθινή κοινωνική λειτουργία της ως πανίσχυρου και αποτελεσματικού μέσου κοινωνικού ελέγχου.

Το θεωρητικό και πρακτικό έργο του Τόμας Σαζ άσκησε τεράστια επίδραση στη σύγχρονη ψυχιατρική, αντι-ψυχιατρική και μη-ψυχιατρική σκέψη και σφράγισε την εποχή μας, παρά τη μεμψιμοιρία και τη μισαλλοδοξία των (με στενά περιθώρια προβληματισμού) επικριτών του…

Thomas S. Szasz, Η Βιομηχανία της Τρέλας, (Μετάφραση-Επιμέλεια Δρ. Κλεάνθης Γρίβας)





http://ntokoumentagr.blogspot.gr