Δύο παγκοσμίου φήμης επιστήμονες της κβαντικής
θεωρίας, μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη της ψυχής. Η επιθανάτια
εμπειρία συμβαίνει όταν οι κβαντική ουσίες που αποτελούν την ψυχή
εγκαταλείψουν το νευρικό σύστημα και εισάγονται στο σύμπαν γενικότερα,
σύμφωνα με μια αξιόλογη θεωρία που προτείνεται από τους δύο διαπρεπείς
επιστήμονες.
Η ιδέα τους πηγάζει από την αντίληψη του εγκεφάλου
που είναι σαν ένας βιολογικός υπολογιστής, “με 100 δισεκατομμύρια
νευρώνες και τις συναπτικές συνδέσεις τους, που ενεργούν ως δίκτυα
πληροφόρησης”, οι οποίες μπορούν να παραμείνουν στο σύμπαν, ακόμη και
μετά το θάνατο, εξηγώντας τις αντιλήψεις εκείνων που είχαν σχεδόν μία
εμπειρία θανάτου.
Ο Αμερικανός Dr Stuart Hameroff και ο Βρετανός φυσικός Sir Roger Penrose ανέπτυξαν την κβαντική θεωρία της συνείδησης
υποστηρίζοντας ότι οι ψυχές μας περιέχεται μέσα σε δομές που
ονομάζονται μικροσωληνίσκοι που ζουν μέσα στα κύτταρα του εγκεφάλου μας.
Σε μια επιθανάτια εμπειρία οι μικροσωληνίσκοι
χάνουν την κβαντική τους κατάσταση, αλλά οι πληροφορίες στο εσωτερικό
τους δεν καταστρέφονται. Ή σε απλούς όρους, η ψυχή δεν πεθαίνει αλλά
επιστρέφει στο σύμπαν. Έτσι, είναι δεκτό ότι οι ψυχές μας είναι
περισσότερο από την αλληλεπίδραση των νευρώνων στον εγκέφαλο. Στην
πραγματικότητα κατασκευάζονται από την ίδια τη δομή του σύμπαντος – και
μπορεί να υπάρχουν από την αρχή του χρόνου.
Ας πούμε ότι η καρδιά σταματά να χτυπά, το αίμα
σταματά να ρέει, τότε οι μικροσωληνίσκοι χάνουν την κβαντική τους
κατάσταση αλλά η κβαντική πληροφορία εντός των μικροσωληνίσκων δεν
καταστρέφεται, δεν μπορεί να καταστραφεί, διανέμεται και διαχέεται στο
σύμπαν γενικότερα.
Εάν ο ασθενής έχει αναβιώσει, από αυτή την
κατάσταση τότε οι κβαντικές πληροφορίες μπορεί να πάνε πίσω στους
μικροσωληνίσκους και ο ασθενής λέμε ότι είχε μια εμπειρία κοντά στο
θάνατο. Σε περίπτωση όμως θανάτου του ασθενούς, η κβαντική πληροφορία
μπορεί να υπάρξει έξω από το σώμα του επ’ αόριστον – ως ψυχή.
Η κβαντική θεωρία θεωρείται γενικά σαν μια απ’ τις
πιο επιτυχημένες επιστημονικές θεωρίες που διατυπώθηκαν ποτέ. Αλλά ενώ η
μαθηματική περιγραφή του κβαντικού κόσμου επιτρέπει, οι πιθανότητες των
πειραματικών αποτελεσμάτων να είναι υπολογίσιμες με υψηλό βαθμό
ακρίβειας, δεν υπάρχει ομοφωνία στο τι σημαίνει σε εννοιολογικούς όρους.
Κβαντική αβεβαιότητα: Σύμφωνα με
την αρχή της αβεβαιότητας, η θέση και η ορμή ενός υποατομικού
σωματιδίου, δεν μπορούν να υπολογισθούν ταυτόχρονα, με ακρίβεια
μεγαλύτερη απ’ αυτή που ορίζει η σταθερά του Plank. Κι αυτό επειδή, σε
κάθε μέτρηση, ένα σωματίδιο πρέπει να αλληλεπιδράσει με ένα τουλάχιστον
φωτόνιο ή κβάντα ενέργειας, το οποίο δρα και σαν σωματίδιο και σαν κύμα
και το επηρεάζει με απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο τρόπο.
Μια ακριβή μέτρηση της θέσης ενός ηλεκτρονίου σε
τροχιά, μέσω μικροσκοπίου για παράδειγμα, απαιτεί τη χρήση μικρού μήκους
κύματος φωτός, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται στο ηλεκτρόνιο μια μεγάλη
αλλά απρόβλεπτη ορμή. Απ’ την άλλη μεριά, μια ακριβή μέτρηση της ορμής
του ηλεκτρονίου, απαιτεί κβάντα φωτός πολύ χαμηλής ορμής (και γι’ αυτό
μεγάλου μήκους κύματος), κάτι που οδηγεί σε μεγάλη γωνία περίθλασης στο
φακό και κακό προσδιορισμό της θέσης.
Αλλά, σύμφωνα με τη συνηθισμένη ερμηνεία της
κβαντικής φυσικής, όχι μόνο μας είναι αδύνατο να υπολογίσουμε ταυτόχρονα
τη θέση και την ορμή ενός σωματιδίου με ίδια ακρίβεια, αλλά και ένα
σωματίδιο δεν έχει καλά καθορισμένες ιδιότητες όταν δεν αλληλεπιδρά με
ένα όργανο μέτρησης. Γι’ αυτό, η αρχή της αβεβαιότητας συνεπάγεται ότι,
ένα σωματίδιο δεν μπορεί ποτέ να βρίσκεται σε ακινησία, αλλά υπόκειται
σε σταθερές ταλαντώσεις ακόμα κι όταν δεν διεξάγεται κάποια μέτρηση και
αυτές οι ταλαντώσεις υποτίθεται ότι δεν έχουν καθόλου αιτία.
Με άλλα λόγια, ο κβαντικός κόσμος πιστεύεται ότι
χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη αιτιοκρατίας, εγγενή ασάφεια και
αμείωτη ανομία. Όπως το θέτει ο σύγχρονος φυσικός David Bohm «υποτίθεται
ότι σε κάθε πείραμα, το ακριβές αποτέλεσμα που θα επιτευχθεί, είναι
εντελώς αυθαίρετο, με την έννοια ότι δεν έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο
που υπάρχει ή που έχει υπάρξει στον κόσμο.»
Ο Bohm (ibid, σελ. 95) θεωρεί ότι, η εγκατάλειψη
της αιτιότητας υπήρξε πολύ βιαστική: «είναι αρκετά πιθανό, ενώ η
κβαντική θεωρία και μαζί της και η αρχή της απροσδιοριστίας είναι
έγκυρες με πολύ βαθμό προσέγγισης σε ένα συγκεκριμένο πεδίο παύουν και
οι δύο να είναι έχουν αξία σε νέα πεδία κάτω απ’ αυτό το οποίο η
σύγχρονη θεωρία είναι εφαρμόσιμη. Έτσι, το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει
βαθύτερο επίπεδο αιτιατά καθορισμένης κίνησης, είναι απλά κυκλική
αιτιολόγηση, αφού θα προκύψει μόνο αν υποθέσουμε προκαταβολικά ότι δεν
υπάρχει τέτοιο επίπεδο.» Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι φυσικοί
αρκούνται να δεχθούν την υπόθεση του απόλυτα τυχαίου. Θα επιστρέψουμε σ’
αυτό το θέμα αργότερα, σε συνδυασμό με την ελεύθερη βούληση.
Ένα κβαντικό σύστημα αναπαριστάται μαθηματικά με μια κυματοσυνάρτηση,
που προκύπτει απ’ την εξίσωση Schrodinger. Η κυματοσυνάρτηση μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να υπολογίσουμε την πιθανότητα να βρεθεί ένα
σωματίδιο σε κάποιο σημείο του χώρου. Όταν πραγματοποιείται μια μέτρηση,
το σωματίδιο βρίσκεται φυσικά σε μία μόνο θέση, αλλά αν η
κυματοσυνάρτηση υποτίθεται ότι παρέχει μια πλήρη και επακριβή περιγραφή
της κατάστασης του κβαντικού συστήματος – όπως είναι στην συνηθισμένη
ερμηνεία – αυτό θα σήμαινε ότι μεταξύ των μετρήσεων το σωματίδιο
διαλύεται σε μια «επαλληλία κυμάτων πιθανοτήτων» και είναι δυναμικά
παρόν σε πολλά διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα.
Τότε, όταν πραγματοποιείται η επόμενη μέτρηση, αυτό
το πακέτο κυμάτων υποτίθεται ότι «διαλύεται» ακαριαία, με κάποιο τυχαίο
και μυστηριώδη τρόπο, ξανά σε ένα σωματίδιο σε ορισμένο χώρο. Αυτή η
ξαφνική και συνεχή «διάλυση» παραβιάζει την εξίσωση Schrodinger και δεν επεξηγείται περαιτέρω στην συνηθισμένη ερμηνεία.
Αφού η συσκευή μέτρησης που υποτίθεται ότι κάνει
την κυματοσυνάρτηση ενός σωματιδίου να καταρρεύσει, είναι φτιαγμένη από
υποατομικά σωματίδια, φαίνεται ότι η δική της κυματοσυνάρτηση θα έπρεπε
να καταρρέει από άλλη συσκευή μέτρησης (η οποία θα μπορούσε να είναι το
μάτι και το μυαλό ενός ανθρώπινου παρατηρητή), η οποία με τη σειρά της
χρειάζεται να καταρρεύσει από μία ακόμα συσκευή μέτρησης κ.ο.κ.,
οδηγώντας σε μια άπειρη διαδρομή προς τα πίσω.
Στην πραγματικότητα, η κοινώς αποδεκτή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας συνεπάγεται ότι όλα τα μακροσκοπικά αντικείμενα που βλέπουμε γύρω μας υπάρχουν σε μια αντικειμενική, ευκρινή κατάσταση μόνο όταν μετριούνται ή παρατηρούνται. Ο Schrodinger επινόησε μια διάσημη ιδέα-πείραμα για να επιδείξει παράλογες συνέπειες αυτής της ερμηνείας. Μια γάτα τοποθετείται σ’ ένα κουτί που περιέχει μια ραδιενεργή ουσία, έτσι ώστε να υπάρχει πιθανότητα 50-50 ένα άτομο να διασπασθεί σε μία ώρα.Αν ένα άτομο διασπασθεί, προκαλεί την απελευθέρωση ενός δηλητηριώδους αερίου, που σκοτώνει τη γάτα. Μετά από μια ώρα η γάτα υποτίθεται ότι είναι ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή (και καθετί ανάμεσα στα δύο), μέχρι κάποιος να ανοίξει το κουτί και ακαριαία να προκαλέσει την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης του, σε μια νεκρή ή ζωντανή γάτα.
Ποικίλες λύσεις έχουν προταθεί για το «πρόβλημα
μέτρησης» που σχετίζεται με την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης. Κάποιοι
φυσικοί υποστηρίζουν ότι ο κλασικός κόσμος ή μακρόκοσμος δεν πάσχει από
την κβαντική ασάφεια, επειδή μπορεί να αποθηκεύσει πληροφορίες και
υπόκειται σ’ ένα «βέλος του χρόνου», ενώ ο κβαντικός κόσμος ή
μικρόκοσμος προβάλλεται ως αδύνατος να αποθηκεύσει πληροφορίες και
χρονικά ανατρέψιμος (Pagels, 1983).
Μια πιο εξωφρενική προσέγγιση, είναι η υπόθεση των
πολλαπλών συμπάντων, η οποία ισχυρίζεται ότι το σύμπαν διχάζεται κάθε
φορά που εκτελείται μια μέτρηση (ή μια αλληλεπίδραση παρόμοια με
μέτρηση), έτσι ώστε όλες οι πιθανότητες που αναπαριστούνται απ’ την
κυματοσυνάρτηση (π.χ. μια ζωντανή γάτα και μια νεκρή γάτα) υπάρχουν
αντικειμενικά, αλλά σε διαφορετικά σύμπαντα. Η Συνείδηση μας, υποτίθεται
ότι διαιρείται σταθερά σε διαφορετικούς εαυτούς, που κατοικούν αυτούς
τους πολλαπλασιαζόμενους, μη-επικοινωνούντες κόσμους.
Άλλοι θεωρητικοί υποθέτουν ότι, είναι η Συνείδηση που προκαλεί την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης και έτσι δημιουργεί την πραγματικότητα.
Στην άποψη αυτή, ένα υποατομικό σωματίδιο δεν προσλαμβάνει
συγκεκριμένες ιδιότητες όταν αλληλεπιδρά με μια συσκευή μέτρησης, αλλά
μόνο όταν η ανάγνωση της συσκευής μέτρησης καταγράφεται στο μυαλό ενός
παρατηρητή (το οποίο μπορεί φυσικά να συμβεί, πολύ μετά αφού έχει
πραγματοποιηθεί η μέτρηση).
Σύμφωνα με την πιο ακραία, ανθρωποκεντρική εκδοχή
αυτής της θεωρίας, μόνο τα ενσυνείδητα όντα, όπως εμείς, μπορούν να
προκαλούν την κατάρρευση μιας κυματοσυνάρτησης. Αυτό σημαίνει ότι, όλο
το σύμπαν πρέπει να υπήρχε πρωταρχικά σε λανθάνουσα κατάσταση σε μια
υποθετική σφαίρα κβαντικών πιθανοτήτων, μέχρι που ενσυνείδητα όντα
εξελίχθηκαν βαθμιαία και προκάλεσαν την κατάρρευση του εαυτού τους και
του υπόλοιπου του τμήματος της πραγματικότητάς τους στον υλικό κόσμο και
τα αντικείμενα παραμένουν σε μια κατάσταση πραγματικότητας, μόνο όσο
παρατηρούνται απ’ τους ανθρώπους (Goswami, 1993).
Παρ’ όλα αυτά, άλλοι θεωρητικοί πιστεύουν ότι, μη
ενσυνείδητες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων γατών και πιθανόν ακόμα και
ηλεκτρονίων, μπορούν ίσως να προκαλέσουν την κατάρρευση των
κυματοσυναρτήσεων τους (Herbert, 1993).
Η θεωρία της κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης (ή
κατάρρευση των ανυσμάτων κατάστασης, όπως αποκαλείται μερικές φορές),
εγείρει το ερώτημα, πώς τα «κύματα πιθανότητας» που η κυματοσυνάρτηση
θεωρείται ότι αναπαριστά, μπορούν να καταρρεύσουν σε ένα σωματίδιο, αν
δεν είναι τίποτα άλλο παρά αφηρημένα μαθηματικά δημιουργήματα.
Αφού η ιδέα των πακέτων κυμάτων που απλώνονται και
καταρρέουν δεν βασίζεται σε αυστηρά πειραματικά δεδομένα, αλλά μόνο σε
ιδιαίτερες ερμηνείες της κυματοειδούς συνάρτησης, αξίζει να ρίξουμε μια
ματιά σε μια απ’ τις κύριες εναλλακτικές ερμηνείες, αυτή του David Bohm
και των συνεργατών του, που παρέχει μια κατανοητή εκτίμηση του τι μπορεί
να συμβαίνει στο κβαντικό επίπεδο.
Η οντολογική ερμηνεία της κβαντικής φυσικής του
Bohm, απορρίπτει την υπόθεση ότι η κυματοσυνάρτηση δίνει την πιο σωστή
περιγραφή της δυνατής πραγματικότητας και έτσι αρνείται την ανάγκη να
εισάγει μια άρρωστα-ορισμένη και μη ικανοποιητική έννοια της κατάρρευσης
της κυματοσυνάρτησης (και όλων των παραδόξων που την συνοδεύουν).
Αντίθετα υποθέτει την πραγματική ύπαρξη των
σωματιδίων και των πεδίων: τα σωματίδια έχουν μια περίπλοκη εσωτερική
δομή και συντροφεύονται πάντα από ένα κβαντικό κυματικό πεδίο·
επηρεάζονται όχι μόνο από κλασικές ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις, αλλά και
από μια λεπτότερη δύναμη, το κβαντικό δυναμικό, που ορίζεται απ’ το
κβαντικό τους πεδίο, το οποίο υπακούει στην εξίσωση Schrodinger (Bohm
& Hiley, 1993, Bohm & Peat, 1989, Hiley & Peat, 1991).
Το κβαντικό δυναμικό μεταφέρει πληροφορίες απ’ όλο
το περιβάλλον και παρέχει άμεσες, μη-τοπικές συνδέσεις μεταξύ κβαντικών
συστημάτων. Κατευθύνει τα σωματίδια με τον ίδιο τρόπο που κατευθύνουν τα
ραδιοφωνικά κύματα ένα πλοίο με αυτόματο πιλότο – όχι με την έντασή
τους, αλλά με τη μορφή τους. Είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και περίπλοκο,
ώστε οι σωματιδιακές τροχιές εμφανίζονται χαοτικές. Αντιστοιχούν σ’ αυτό
που ο Bohm ονομάζει ενυπάρχουσα τάξη, η οποία μπορεί να θεωρηθεί, σαν
ένας αχανής ωκεανός ενέργειας στον οποίο ο φυσικός ή αναπτυσσόμενος
κόσμος είναι ένας απλός κυματισμός.
Ο Bohm δείχνει ότι η ύπαρξη μιας δεξαμενής
ενέργειας αυτού του είδους αναγνωρίζεται, αλλά της δίνεται μικρή
εκτίμηση, απ’ την κοινώς αποδεκτή κβαντική θεωρία, η οποία αξιώνει ένα
καθολικό κβαντικό πεδίο – το κβαντικό κενό ή πεδίο μηδενικού σημείου –
που αποτελεί τη βάση του υλικού κόσμου. Πολύ λίγα είναι σήμερα γνωστά
για το κβαντικό κενό, αλλά η ενεργειακή του πυκνότητα εκτιμάται στο
αστρονομικό 10108 J/cm3 (Forward, 1996, σελ. 328-37).
Στην συμπεριφορά της θεωρίας του για το κβαντικό
πεδίο, ο Bohm προτείνει ότι, το κβαντικό πεδίο (η ενυπάρχουσα τάξη)
υπόκειται στη διαμορφωτική και οργανωτική επιρροή ενός υπερ-κβαντικού
δυναμικού, που εκφράζει τη δράση μιας υπερ-ενυπάρχουσας τάξης. Το
υπερ-κβαντικό δυναμικό κάνει τα κύματα να συγκλίνουν ή να αποκλίνουν,
παράγονταν ένα είδος συμπεριφοράς όμοιας με των σωματιδίων.
Οι φαινομενικά διαφορετικές μορφές που βλέπουμε γύρω μας είναι συνεπώς μόνο σχετικά σταθερά και ανεξάρτητα μοτίβα, που δημιουργούνται και υποστηρίζονται από μια ακατάπαυστη και βασική κίνηση τυλίγματος και ξετυλίγματος, με τα σωματίδια να διαλύονται σταθερά σε μια ενυπάρχουσα τάξη και μετά να κρυσταλλοποιούνται ξανά. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται ακατάπαυστα και με μια εκπληκτική γρηγοράδα και δεν εξαρτάται από κάποια μέτρηση που γίνεται.
Στο μοντέλο του Bohm, ο κβαντικός κόσμος υπάρχει όταν δεν παρατηρείται και μετριέται. Απορρίπτει την θετικιστική άποψη, ότι κάτι που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να γίνει γνωστό με ακρίβεια, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει. Με άλλα λόγια δεν συγχέει την επιστημολογία με την οντολογία, τον χάρτη με την περιοχή. Για τον Bohm, οι πιθανότητες που υπολογίζονται για την κυματοσυνάρτηση, υποδεικνύουν τις πιθανότητες ενός σωματιδίου να βρίσκεται σε διαφορετικές θέσεις, άσχετα από το αν γίνεται μια μέτρηση, ενώ στην κοινά αποδεκτή ερμηνεία, υποδεικνύουν τις πιθανότητες ενός σωματιδίου να δημιουργείται σε διαφορετικές θέσεις όταν γίνεται μια μέτρηση.
Το σύμπαν αυτοπροσδιορίζεται συνεχώς μέσα απ’ τις
ακατάπαυστες αλληλεπιδράσεις του – απ’ τις οποίες η μέτρηση είναι μόνο
ένα συγκεκριμένο παράδειγμα – και γι’ αυτό δεν μπορούν να προκύπτουν
παράλογες καταστάσεις, όπως νεκρο-ζωντανές γάτες.
Έτσι, αν και ο Bohm απορρίπτει την άποψη ότι η
ανθρώπινη συνείδηση δημιουργεί τα κβαντικά συστήματα και δεν πιστεύει
ότι οι διάνοιές μας έχουν φυσιολογικά σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα
μιας μέτρησης (εκτός με την έννοια ότι επιλέγουμε τη διευθέτηση του
πειράματος), η ερμηνεία του ανοίγει το δρόμο για τη λειτουργία
βαθύτερων, λεπτότερων και περισσότερο νοητικών επιπέδων της
πραγματικότητας.
Υποστηρίζει ότι η συνείδηση ριζώνει βαθιά στην
ενυπάρχουσα τάξη και γι’ αυτό είναι παρούσα σε κάποιο βαθμό σε όλες τις
υλικές μορφές. Προτείνει, ότι ίσως υπάρχει μια άπειρη σειρά από
ενυπάρχουσες τάξεις, με την καθεμιά να έχει ταυτόχρονα μια υλική πλευρά
και μια συνειδησιακή πλευρά: «καθετί υλικό είναι επίσης και νοητικό και
καθετί νοητικό είναι επίσης υλικό, αλλά υπάρχουν ακόμα λεπτότερα επίπεδα
ύλης απ’ όσα γνωρίζουμε» (Weber, 1990, σελ. 151).
Η έννοια του ενυπάρχοντος πεδίου θα μπορούσε να
ειδωθεί σαν μια εκτεταμένη μορφή υλισμού, αλλά, λέει, «θα μπορούσε
εξίσου να αποκαλείται ιδεαλισμός, πνεύμα, Συνείδηση. Ο διαχωρισμός των
δύο – ύλης και πνεύματος – αποτελεί μία αφαίρεση. Το έδαφος είναι πάντα
ένα.» (Weber, 1990, σελ. 101)
Η κβαντική απροσδιοριστία είναι ξεκάθαρα ανοικτή σε ερμηνεία:
είτε σημαίνει κρυμμένες (για μας) αιτίες, ή πλήρη απουσία αιτιών. Η
θέση πως κάποια γεγονότα «μόλις συμβαίνουν» για κανένα λόγο δεν είναι
δυνατό να αποδειχθούν, επειδή η ανικανότητά μας να αναγνωρίσουμε μια
αιτία, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν υπάρχει αιτία. Η έννοια της
απόλυτης πιθανότητας συνεπάγεται ότι τα κβαντικά συστήματα μπορούν να
δράσουν εντελώς αυθόρμητα, εντελώς απομονωμένα και ανεπηρέαστα από
καθετί άλλο στο σύμπαν.
Η αντίθετη άποψη είναι ότι, όλα τα συστήματα
συμμετέχουν συνεχώς σε ένα περίπλοκο δίκτυο αιτιατών αλληλεπιδράσεων και
διασυνδέσεων, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Μεμονωμένα κβαντικά
συστήματα συμπεριφέρονται σίγουρα απρόβλεπτα, αλλά παρ’ όλα αυτά αν δεν
υπόκεινταν σε κάποιους αιτιατούς παράγοντες, θα ήταν δύσκολο να
καταλάβουμε, γιατί η ομαδική τους συμπεριφορά παρουσιάζει στατιστικές
κανονικότητες.
Η θέση ότι, καθετί έχει μια αιτία, ή μάλλον πολλές
αιτίες, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι όλα τα γεγονότα,
συμπεριλαμβανομένων των πράξεων και των επιλογών μας, είναι αυστηρά
προκαθορισμένα από καθαρά φυσικές διαδικασίες – μια άποψη που συχνά
αποκαλείται «αυστηρή αιτιοκρατία» (Thornton, 1989). Η έλλειψη
αιτιοκρατίας στο κβαντικό επίπεδο, παρέχει ένα άνοιγμα για
δημιουργικότητα και ελεύθερη βούληση.
Αλλά αν αυτή η έλλειψη αιτιοκρατίας ερμηνεύεται σαν
απόλυτη πιθανότητα, θα σήμαινε ότι οι επιλογές και οι δράσεις μας απλά
«ξεφυτρώνουν» με εντελώς τυχαίο και αυθαίρετο τρόπο, κατά την οποία
περίπτωση μετα βίας θα αποκαλούνταν δικές μας αποφάσεις και έκφραση της
δικιάς μας ελεύθερης βούλησης.
Εναλλακτικά, η έλλειψη κβαντικής αιτιοκρατίας θα
μπορούσε να ερμηνευθεί σαν αιτιότητα από λεπτότερα, μη-φυσικά επίπεδα,
έτσι ώστε οι πράξεις της ελεύθερης βούλησής μας έχουν αιτία – αλλά αυτή
των αυτοσυνείδητων διανοιών μας. Απ’ αυτή την προοπτική – που μερικές
αποκαλείται «ήπια αιτιοκρατία» – η ελεύθερη βούληση περιλαμβάνει την
ενεργή, αυτό-συνείδητη αυτό-αιτιοκρατία.
Σύμφωνα με τον ορθόδοξο επιστημονικό υλισμό, οι
διανοητικές καταστάσεις είναι πανομοιότυπες με τις καταστάσεις του
εγκεφάλου· οι σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας και η αίσθηση του
εαυτού μας, γεννιούνται από ηλεκτροχημική δραστηριότητα στον εγκέφαλο.
Αυτό θα σήμαινε είτε ότι ένα μέρος του εγκεφάλου ενεργοποιεί ένα άλλο,
το οποίο ενεργοποιεί μετά ένα άλλο κ.λπ. ή ότι μια ιδιαίτερη περιοχή του
εγκεφάλου ενεργοποιείται αυτόματα, χωρίς κάποια αιτία και είναι δύσκολο
να δούμε πώς καθεμία απ’ τις εναλλακτικές λύσεις θα παρείχε μια βάση
για ένα συνειδητό εαυτό και μια ελεύθερη βούληση.
Ο Francis Crick (1994), για παράδειγμα, που
πιστεύει ότι η συνείδηση είναι βασικά ένα πακέτο νεύρων, λέει ότι η
κύρια έδρα της ελεύθερης βούλησης είναι πιθανόν μέσα ή κοντά σε ένα
κομμάτι του εγκεφαλικού φλοιού γνωστό σαν anterior cingulate sulcus,
αλλά υπαινίσσεται ότι η αίσθηση της ελευθερίας μας είναι σε μεγάλο
μέρος, αν όχι ολοκληρωτικά, μια παραίσθηση.
Εκείνοι που μειώνουν τη συνείδηση σε ένα υποπροϊόν
του εγκεφάλου διαφωνούν για τη σπουδαιότητα των κβαντο-μηχανικών απόψεων
των νευρωνικών δικτύων: για παράδειγμα, ο Francis Crick, ο αείμνηστος
Roger Sperry (1994), και ο Daniel Dennett (1991), τείνουν να αγνοήσουν
την κβαντική φυσική, ενώ ο Stuart Hameroff (1994) πιστεύει ότι η
συνείδηση προέρχεται από κβαντική συνοχή στους μικροσωληνίσκους
πρωτοπλάσματος μέσα στους νευρώνες του εγκεφάλου.
Μερικοί ερευνητές βλέπουν μια σχέση μεταξύ της
συνείδησης και του κβαντικού κενού: για παράδειγμα, ο Charles Laughlin
(1996) υποστηρίζει ότι οι νευρωνικές δομές που μεσολαβούν για την
συνείδηση ίσως να αλληλεπιδρούν μη-τοπικά με το κενό (ή κβαντική
θάλασσα), ενώ ο Edgar Mitchell (1996) πιστεύει ότι, τόσο η ύλη όσο και η
συνείδηση απορρέουν απ’ το ενεργειακό δυναμικό του κενού.
Ο Νευροεπιστήμονας Sir John Eccles απορρίπτει την
υλιστική άποψη σαν «πρόληψη» και υποστηρίζει τη δυαδική διαδραστικότητα:
υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας ψυχικός κόσμος μαζί με τον υλικό κόσμο,
και ότι ο νους μας ή ο εαυτός μας ενεργεί στον εγκέφαλο (ειδικά η
συμπληρωματική κινητήρια περιοχή του νευροφλοιού) στο κβαντικό επίπεδο,
αυξάνοντας την πιθανότητα της πυροδότησης επιλεγμένων νευρώνων (Eccles,
1994, Giroldini, 1991).
Υποστηρίζει ότι ο νους όχι μόνο δεν είναι φυσικός, αλλά απολύτως μη υλικός και μη στερεός.
Παρ’ όλα αυτά, αν δεν σχετίζονταν με κάποιο είδος ενέργειας-ουσίας, θα
ήταν μια φτωχή αφαίρεση και γι’ αυτό ανήμπορος να ασκήσει οποιαδήποτε
επιρροή στο φυσικό κόσμο. Αυτή η αντίρρηση, εφαρμόζεται επίσης σε αυτούς
που είναι αντίθετοι στην ελάττωση, οι οποίοι κρατιούνται μακριά από τη
λέξη «δυαδικός» και περιγράφουν την ύλη και τη συνείδηση σαν
συμπληρωματικές ή δυαδικές όψεις της πραγματικότητας, και ακόμα
αρνούνται στη συνείδηση κάθε ενεργητική και πραγματική φύση,
υποδηλώνοντας έτσι ότι είναι κατ’ ουσία διαφορετική απ’ την ύλη και στην
πράξη μια απλή αφαίρεση.
Μια εναλλακτική τοποθέτηση είναι αυτή που αντηχεί
σε πολλές μυστικιστικές και πνευματικές παραδόσεις: αυτή η φυσική ύλη
είναι μόνο μια «οκτάβα» σε ένα άπειρο φάσμα ύλης-ενέργειας ή
συνείδησης-ουσίας και όπως ο φυσικός κόσμος οργανώνεται και συντονίζεται
κατά μεγάλο μέρος από εσωτερικούς κόσμους (αστρικό, νοητικό και
πνευματικό), έτσι το φυσικό σώμα ενεργοποιείται και ελέγχεται κατά
μεγάλο μέρος από λεπτότερα σώματα ή ενεργειακά πεδία,
συμπεριλαμβανομένου ενός αστρικού σώματος-ομοιώματος και ενός νου ή
ψυχής (βλ. Purucker, 1973).
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η φύση γενικά, και όλες
οι οντότητες που την αποτελούν, σχηματίζονται και οργανώνονται κυρίως
από μέσα προς τα έξω, από βαθύτερα επίπεδα της δομής τους. Αυτός ο
εσωτερικός προσανατολισμός είναι κάποτε αυτόματος και παθητικός,
κάνοντας να εμφανίζονται οι αυτόματες σωματικές λειτουργίες μας και η
συνήθης και ενστικτώδης συμπεριφορά και τακτικά, οι νομιμοφανείς
λειτουργίες της φύσης γενικά, και κάποτε είναι ενεργός και
αυτοσυνείδητος, όπως στις σκόπιμες και βουλητικές πράξεις μας.
Ένα φυσικό σύστημα που υπόκειται σε τέτοιες
λεπτότερες επιρροές δεν δέχεται τόσο επιδράσεις από έξω, όσο
κατευθύνεται από μέσα. Εκτός του ότι επηρεάζουν τους εγκεφάλους και τα
σώματά μας, οι διάνοιές μας φαίνεται επίσης ότι μπορούν να επηρεάσουν
άλλες διάνοιες και σώματα και άλλα φυσικά αντικείμενα σε απόσταση, όπως
φαίνεται στα παραφυσικά φαινόμενα.
Ήταν ο David Bohm και ένας απ’ τους υποστηρικτές
του, ο John Bell απ’ το CERN, που έθεσαν το μεγαλύτερο μέρος του
θεωρητικού υπόβαθρου για τα πειράματα ERP που πραγματοποιήθηκαν απ’ τον
Alain Aspect το 1982 (το πρώτο πείραμα-σκέψης προτάθηκε απ’ τους
Einstein, Podolsky, και Rosen το 1935).
Αυτά τα πειράματα έδειξαν ότι, αν δύο κβαντικά
συστήματα αλληλεπιδράσουν και κατόπιν διαχωριστούν, η συμπεριφορά τους,
συσχετίζεται με ένα τρόπο που δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους σημάτων
που ταξιδεύουν ανάμεσά τους με την ταχύτητα του φωτός ή χαμηλότερη.*
Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως μη-εντοπισμός και δέχεται δύο βασικές
ερμηνείες: είτε συνεπάγεται άμεση, ακαριαία δράση από απόσταση, ή
συνεπάγεται μεταβίβαση σημάτων ταχύτερη του φωτός.
* Τα πειραματικά αποτελέσματα δεν είναι τόσο σαφή
όσο παρουσιάζονται προς τα έξω και εφαρμόζονται ρυθμίσεις με μεγάλη
ασάφεια δεδομένων. Βλ. C.H. Thompson, ‘Behind the scenes at the EPR magic show’, εκδ. F. Selleri, ‘Open Questions in Relativistic Physics’, Montreal: Apeiron, 1998, σελ.
351-9; C.H. Thompson, ‘The tangled methods of quantum entanglement
experiments’, http://users.aber.ac.uk/cat/Tangled/tangled.html. (ησημείωσηπροστέθηκεστονΝοέμβριοτου 2000).
Αν οι μη-τοπικοί συσχετισμοί είναι απόλυτα
ακαριαίοι, θα ήταν ουσιαστικά μη αιτιατοί, αν δύο γεγονότα συμβαίνουν
εντελώς ταυτόχρονα, «αιτία» και «αποτέλεσμα» θα ήταν δυσδιάκριτα, και
δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το ένα απ’ τα γεγονότα προκαλεί το άλλο
μέσω μεταφοράς δύναμης ή ενέργειας, επειδή καμιά τέτοια μετάδοση δεν θα
μπορούσε να γίνει απείρως γρήγορα. Γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να υπάρξει
αιτιατός μηχανισμός μετάδοσης που να εξηγείται, και οι όποιες έρευνες θα
περιορίζονταν στις συνθήκες που επιτρέπουν να συμβαίνουν γεγονότα
συσχέτισης σε διαφορετικά μέρη.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το φως και
άλλα είδη ηλεκτρομαγνητισμού θεωρήθηκαν επίσης κάποτε ότι διαδίδονταν
ακαριαία, έως ότου τα δεδομένα της παρατήρησης απέδειξαν το διαφορετικό.
Είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι, οι μη-τοπικές συνδέσεις
είναι απόλυτα ακαριαίες, καθώς θα χρειάζονταν δύο τέλεια συγχρονισμένες
μετρήσεις, οι οποίες θα απαιτούσαν άπειρη ακρίβεια. Παρ’ όλα αυτά, καθώς
έδειξαν ο David Bohm και ο Basil Hiley (1993, σελ. 293-4, 347), αυτό θα
μπορούσε να είναι πειραματικά πλαστογραφημένο.
Επειδή, αν οι μη-τοπικές συνδέσεις δεν διαδίδονται
με άπειρες ταχύτητες, αλλά με την ταχύτητα του φωτός ή μεγαλύτερες μέσω
ενός «κβαντικού αιθέρα» – ένα υποκβαντικό πεδίο όπου η σύγχρονη κβαντική
θεωρία και η θεωρία της σχετικότητας θα κατέρρεαν – τότε οι συσχετίσεις
που προβλέπονται απ’ την κβαντική θεωρία θα εξαφανίζονταν, αν οι
μετρήσεις γίνονταν σε περιόδους μικρότερες απ’ αυτές που απαιτούνται για
τη μετάδοση των κβαντικών συνδέσεων μεταξύ των σωματιδίων. Τέτοια
πειράματα είναι πέρα απ’ τις δυνατότητες της παρούσας τεχνολογίας, αλλά
ίσως να είναι δυνατά στο μέλλον. Αν υπάρχουν αλληλεπιδράσεις υπεράνω του
φωτός, θα ήταν «μη-τοπικές» μόνο με τη λογική του μη-φυσικού.
Η μη-τοπικότητα έχει επικαλεστεί σαν εξήγηση για
την τηλεπάθεια και τη διόραση, αν και μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι
ίσως να περιλαμβάνει ένα βαθύτερο επίπεδο μη-τοπικότητας ή αυτό που ο
Bohm ονομάζει «υπερ – μη-τοπικότητα» (ίσως όμοια με τον «μορφικό
συντονισμό» («morphic resonance») του Sheldrake). Όπως ήδη έχει δειχθεί,
αν η μη-τοπικότητα ερμηνεύεται ως ικανότητα ακαριαίας σύνδεσης, θα
συνεπάγονταν ότι οι πληροφορίες θα «λαμβάνονταν» σε απόσταση, ακριβώς
την ίδια στιγμή που γεννιούνται, δίχως να υφίστανται κάποιο είδος
μετάδοσης. Κυρίως, κάποιος θα προσπαθούσε τότε να καταλάβει τις συνθήκες
που επιτρέπουν την άμεση εμφάνιση της πληροφορίας.
Η εναλλακτική θέση είναι ότι η πληροφορία – που είναι βασικά ένας τύπος ενέργειας -
χρειάζεται πάντα κάποιο χρόνο για να ταξιδέψει από την πηγή σε κάποιο
άλλο τόπο, ότι η πληροφορία αποθηκεύεται σε κάποιο παραφυσικό επίπεδο
και ότι, μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σ’ αυτή την πληροφορία ή να
ανταλλάξουμε πληροφορίες με άλλες διάνοιες, αν υπάρχουν οι απαραίτητες
συνθήκες της «συμπαθητικού συντονισμού». Όπως και με το EPR, η υπόθεση
ότι η τηλεπάθεια είναι απόλυτα ακαριαία είναι αναπόδεικτη, αλλά ίσως θα
ήταν δυνατό να επινοήσουμε πειράματα που θα μπορούσαν να το
ανασκευάσουν.
Επειδή, αν τα φαινόμενα ESP περιλαμβάνουν
λεπτότερους τύπους ενέργειας που ταξιδεύει με πεπερασμένες αλλά κάτω του
φωτός ταχύτητες διαμέσου υπερφυσικών σφαιρών, ίσως είναι δυνατόν να
ανιχνεύσουμε μια καθυστέρηση μεταξύ της μετάδοσης και της λήψης και
επίσης κάποια εξασθένιση της επίδρασης από πολύ μακρινές αποστάσεις, αν
και ήδη αποτελεί στοιχείο ότι κάθε εξασθένιση πρέπει να δοκιμαστεί πολύ
λιγότερο απ’ την ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, η οποία υπόκειται στον νόμο
του αντίστροφου-τετραγώνου.
Όσο για την πρόγνωση, την τρίτη κατηγορία του ESP,
μια πιθανή εξήγηση είναι ότι, περιλαμβάνει άμεση, «μη-τοπική» πρόσβαση
στο πραγματικό μέλλον.
Εναλλακτικά, ίσως να περιλαμβάνει την διορατική
αντίληψη ενός πιθανού μελλοντικού σεναρίου, που ξεκινάει να παίρνει
μορφή με βάση τις τωρινές τάσεις και προθέσεις, σε συμφωνία με την
παραδοσιακή ιδέα ότι τα επερχόμενα γεγονότα ρίχνουν τη σκιά τους πριν
απ’ αυτά. Ο Bohm λέει ότι, τέτοια προσκίαση συμβαίνει «βαθιά στην
ενυπάρχουσα τάξη» (Talbot, 1992, σελ. 212) – την οποία κάποιες
μυστικιστικές παραδόσεις αποκαλούν αστρικές ή ακασικές σφαίρες.
Ψυχοκίνηση και ο αόρατος κόσμος: Η
μικρο-ψυχοκίνηση περιλαμβάνει την επιρροή της συνείδησης στα ατομικά
σωματίδια. Σε κάποια πειράματα μικρο-ψυχοκίνησης που διεξήχθησαν από τον
Helmut Schmidt, ομάδες αντικειμένων μπορούσαν τυπικά να αλλάξουν τις
πιθανότητες των κβαντικών γεγονότων από 50% σε 51% και μερικά άτομα
κατάφεραν πάνω από 54% (Broughton, 1991, σελ. 177). Πειράματα στο
εργαστήριο PEAR στο Πανεπιστήμιο του Princeton απέφεραν μικρότερες
μετακινήσεις ενός δεκάκις χιλιοστού (Jahn & Dunne, 1987).
Μερικοί ερευνητές έχουν επικαλεστεί τη θεωρία της
κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης εξαιτίας της συνείδησης, για να
εξηγήσουν τέτοια αποτελέσματα. Υποστηρίζεται ότι, στην μικρο-ψυχοκίνηση,
σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, το παρατηρούμενο αντικείμενο βοηθάει
να καθορίσουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της
κυματοσυνάρτησης, ίσως με κάποιο τύπο της πληροφοριακής διαδικασίας.
(Broughton, 1991, σελ. 177-81).
Ο Eccles ακολουθεί παρόμοια προσέγγιση για να
εξηγήσει πώς οι διάνοιές μας ενεργούν πάνω στους εγκεφάλους μας. Παρ’
όλα αυτά, η έννοια της κατάρρευσης της κυματοειδούς συνάρτησης δεν είναι
απαραίτητη για να εξηγήσουμε την αλληλεπίδραση πνεύματος-ύλης. Θα
μπορούσε ισοδύναμα να υιοθετήσουμε την άποψη ότι, τα υποατομικά
σωματίδια πηγαινοέρχονται συνέχεια μέσα και έξω από την φυσική ύπαρξη
και ότι, το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι μετατρέψιμο από τη βούλησή
μας – μια φυσική δύναμη.
Η μικρο-ψυχοκίνηση περιλαμβάνει την κίνηση
σταθερών, φυσιολογικά αμετακίνητων αντικειμένων με νοητική προσπάθεια.
Σχετικά φαινόμενα περιλαμβάνουν την κίνηση poltergeist, τις υλοποιήσεις
και αποϋλοποιήσεις, την τηλεμεταφορά και την αιώρηση. Αν και έχει
συλλεχθεί απ’ τους ερευνητές εντυπωσιακός όγκος μαρτυριών τέτοιων
φαινομένων τα τελευταία 150 χρόνια (Inglis, 1984, 1992· Milton, 1994), η
μικρο-ψυχοκίνηση είναι ένα θέμα ταμπού και προκαλεί μικρό ενδιαφέρον,
παρ’ όλο το δυναμικό του για να ανατρέψει το σύγχρονο υλιστικό
παράδειγμα και να προκαλέσει επανάσταση στην επιστήμη – ή ίσως αυτή να
είναι η αιτία.
Τέτοια φαινόμενα περιλαμβάνουν καθαρά πολλά
περισσότερα από την μεταβολή της πιθανολογικής συμπεριφοράς των ατομικών
σωματιδίων και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένδειξη δυνάμεων,
καταστάσεων της ύλης και μη-φυσικών ζώντων οντοτήτων, ακόμα άγνωστων
στην επιστήμη. Μια ακόμα ένδειξη θα παρείχε διαβεβαίωση ότι αυτά τα
πράγματα υπάρχουν· το ότι μέσα στην ενότητα της φύσης που περικλείει τα
πάντα, υπάρχει ατέλειωτη ανομοιότητα.
Η πιθανή ύπαρξη λεπτότερων πεδίων που
αλληλοδιαπερνούν το φυσικό πεδίο εν πάσει περιπτώσει ανοικτή σε έρευνα
(βλ. Tiller, 1993) και αυτό είναι κάτι παραπάνω απ’ ό,τι μπορεί να
ειπωθεί για τις υποθετικές πρόσθετες διαστάσεις που απαιτεί η θεωρία των
υπερχορδών, οι οποίες λέγεται ότι περιπλέκονται σε μια περιοχή
δισεκατομμυριοστού-τρισεκατομμυριοστού του τρισεκατομμυριοστού του
εκατοστού και γι’ αυτό είναι εντελώς απλησίαστες ή των υποθετικών
«συμπάντων-μωρών» και των «συμπάντων-φυσαλίδων» που απαιτούν κάποιοι
κοσμολόγοι, τα οποία λέγεται ότι υπάρχουν σε κάποια εξίσου απροσπέλαστη
«διάσταση».
Η υπόθεση των υπερφυσικών κόσμων δεν φαίνεται να
ευνοείται από πολλούς ερευνητές. Ο Edgar Mitchell (1996), για
παράδειγμα, πιστεύει ότι όλα τα φυσικά φαινόμενα περιλαμβάνουν μη-τοπικό
συντονισμό ανάμεσα στον εγκέφαλο και το κβαντωμένο κενό και επακόλουθη
πρόσβαση σε ολογραφικές, μη-τοπικές πληροφορίες. Κατά την άποψή του,
αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να εξηγήσει όχι μόνο την ψυχοκίνηση και το
ESP, αλλά επίσης τις εξωσωματικές εμπειρίες και τις εμπειρίες κοντά στο
θάνατο, τα οράματα και τα φαντάσματα και στοιχεία που παραθέτονται
συνήθως υπέρ της μετενσάρκωσης της ψυχής.
terrapapers.com
ntokoumentagr.blogspot.gr