Κρίση…. Οικονομική, κοινωνική,
ιδεολογική, πνευματική κάθε είδους και κάθε μορφής , μια λέξη που έχει
μπει για τα καλά στο καθημερινό μας λεξιλόγιο τα τελευταία χρόνια.
Σαν
ένα μεγάλο τρομακτικό θηρίο που απειλεί να μας κατασπαράξει στέκεται
πάνω από εμάς και την γενιά μας. Εμείς πανικόβλητοι προσπαθούμε να
συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει και πώς ήρθαμε ως εδώ. Γενιά των 500
ευρώ, των 300 ευρώ, γενιά χαμένη, γενιά που μόνο οικονομικοί όροι την
χαρακτηρίζουν.
Έχουμε αναρωτηθεί όμως εάν αυτή η γενιά
χαρακτηρίζεται και από κάτι άλλο; Μήπως ήμαστε η γενιά του εγώ; Δεν ξέρω
ποιος από τους δύο χαρακτηρισμούς είναι πιο τρομακτικός: ο οικονομικός που μας κατατάσσει σε μια γενιά πείνας και φτώχειας ή ο ιδεολογικός που σημαίνει την απώλεια του συλλογικού πνεύματος ;
Καλώς ή κακώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι
ζούμε εδώ και κάποιες δεκαετίες σε μια κοινωνία που μεγάλωσε τα παιδιά
της με κανακέματα και επαίνους που λειτουργούσαν σαν τονωτικές ενέσεις
του Εγώ τους. Η πρόθεση του εκάστοτε περιβάλλοντος που λειτουργούσε με
βάση αυτή την τακτική δεν ήταν απαραίτητα κακή αλλά αντίθετα θα λέγαμε
πώς αποτελούσε μια προσπάθεια να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση των παιδιών.
Ωστόσο τα αποτελέσματα αυτής της λογικής έφεραν στο προσκήνιο σήμερα
μια γενιά που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά των εγωκεντρισμό και τον
ναρκισσισμό. Μια γενιά που έχει υπερτιμημένη άποψη για τον εαυτό της και
διακατέχεται από υπερβολικά υψηλές προσδοκίες που πολλές φορές είναι
και έξω από τις δυνατότητες τους. Έτσι πολλοί από αυτούς που εμφανίζουν
αυτά τα χαρακτηριστικά καταλήγουν είτε να αντιμετωπίζουν σημαντικές
δυσκολίες στις διαπροσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις αλλά ακόμη και
να φτάνουν έστω και σε μικρότερο ποσοστό στην κατάθλιψη.
Ο εγωκεντρισμός έχει δημιουργήσει
ανθρώπους που αρέσκονται στο να λένε παρά στο να κάνουν ή στο να ακούνε.
Θεωρώντας ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους και πώς ο εαυτός τους
είναι σπουδαιότερος αδιαφορούν για το πώς νιώθει ο εκάστοτε συνομιλητής
τους. Απαξιώνουν τον διάλογο και βλέπουν στα πρόσωπα των άλλων μικρά
‘’τίποτα’’. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν ξεχάσει πώς η κριτική πρέπει να
γίνεται από τους απ έξω και όχι μόνο από εμάς τους ίδιους.
Το να σπεύσουμε να κατηγορούμε όποιον
είναι διαφορετικός από εμάς ή να τον κατατάσσουμε στους ‘’άχρηστους’’
δείχνει ακριβώς αυτή την άρρωστη νοοτροπία του εγώ. Ένα ‘’εγώ’’ τόσο
καλά τονισμένο που δύσκολα θα αποδεχτεί τη μη τελειότητα του ή δύσκολα
θα δεχτεί και θα παραδεχτεί τα λάθη του.
Το πρόβλημα με ένα μεγάλο μέρος της
σημερινής νεολαίας είναι ότι έχουν μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύουν πως
ότι κάνουν είναι αξιόλογο και σημαντικό. Πρόκειται για νέους που
διεκδικούν την διάκριση και στοχεύουν μόνο σε αυτή ξεχνώντας πώς καμιά
φορά η διαδρομή μπορεί να δώσει πολύ περισσότερα πράγματα από τον
προορισμό. Άνθρωποι που μέχρι πριν λίγο καιρό, πριν ξεσπάσει η κρίση
αναζητούσαν μια θέση στην μικρή οθόνη θεωρώντας πως τα 5 λεπτά προβολής
είναι αυτά που θα τους καταξίωναν ανάμεσα στο πλήθος. Η αναγνωσιμότητα
δίνει όμως δικαίωμα στην αλαζονεία; Σίγουρα η προβολή είτε 5 λεπτών
είτε 1 ώρας είτε και ακόμα και η καθημερινή σε ένα γυάλινο κουτί στην
εικόνα του οποίου έχουν πρόσβαση εκατομμύρια χιλιάδες κόσμος δεν
λειτουργεί ως ζυγαριά που θα κρίνει την βαρύτητα και την αξία μιας
ανθρώπινης προσωπικότητας.
Το ‘’εγώ’’ ενός ανθρώπου μπορεί να
ενισχυθεί και να τονωθεί και μέσα από την καλλιέργεια και την παιδεία
όταν όμως αυτή γίνεται και πάλι με το σωστό τρόπο. Η ‘’ψευτοκουλτούρα’’
σαν έννοια έχει περάσει πολύ , ειδικά τον τελευταίο καιρό στη
σύγχρονη κοινωνία και ίσως και με έκπληξη θα έλεγε κανείς πώς την
συναντάμε και σε ένα μέρος της σημερινής νεολαίας. Γιατί μιλάμε όμως για
ψεύτο-κουλτούρα τη στιγμή που έχουμε τόσο εύκολη πρόσβαση στη γνώση
χάρη στα πολυάριθμα πανεπιστημιακά ιδρύματα, στα ιδιωτικά εκπαιδευτικά
κέντρα, το διαδίκτυο και τα βιβλία ;
Το φαινόμενο αυτό γεννιέται στους
κόλπους του ναρκισσισμού και της ανάγκης για αυτοπροβολή και διάκρισης
μέσα στο πλήθος των νέων που περνάνε με τις ώρες τους σε κάποια
καφετέρια ή σε κάποιο νυχτερινό κλαμπ διασκεδάζοντας. Κάπως έτσι, στην
ανάγκη τους να διακριθούν κάποιοι επιλέγουν απλά και μόνο να βρίσκουν
αποφθέγματα που θα αποστηθίσουν, μαθαίνουν ανάκατα μεγάλα ονόματα
πνευματικών και μουσικών ανθρώπων, τίτλους διακεκριμένων μουσικών
κομματιών και βιβλίων που ποτέ δεν έχουν ανοίξει ή διαβάσει και
επιλέγουν να συχνάζουν σε μέρη πιο μικρά , φινετσάτα και εναλλακτικά. Η
παιδεία και η καλλιέργεια όμως δεν είναι μόνο αυτό. Αντίθετα είναι κάτι
που καλλιεργεί τον εσωτερικό κόσμο, κάτι που στοχεύει στο να κάνει τους
ανθρώπους να σκέφτονται, να ωριμάζουν, να προβληματίζονται και να
αλλάζουν ως προς το καλύτερο τόσο οι ίδιοι όσο ο κόσμος που τους
περιβάλλει.
Πώς είναι δυνατόν να ζητάς να αλλάξει ο
κόσμος όταν δεν μπορείς να αλλάξεις τον ίδιο σου τον εαυτό ; Πώς είναι
δυνατόν να αυτοαποκαλείσαι άνθρωπος με παιδεία και κουλτούρα όταν δεν
είσαι σε θέση να κάνεις διάλογο με τους γύρω σου, όταν δεν δέχεσαι τα
λάθη σου , όταν απαξιώνεις ανθρώπους που δεν έχεις προσπαθήσει καν να
γνωρίσεις ή όταν ακόμα χειρότερα τους βλάπτεις και τους κοιτάς αφ’
υψηλού ; Και αν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες πίστευαν στο
‘’τίποτα’’ και στην ‘’αχρηστία’’ των ανθρώπων και των πραγμάτων τότε
άραγε θα είχαμε τόσο όμορφα έργα από αυτούς; Πώς είναι δυνατόν κάποιος
σαν τον Μαρσελ Ντυσαν (Marcel duchamp) που προσπάθησε να κάνει κάτι που
να ξεπερνά την συμβατική λογική να θεωρεί ότι υπάρχουν άχρηστοι και
χρήσιμοι; Το Ρόδα ποδηλάτου και σκαμνί (1913) για
τα μάτια κάποιων δεν είναι παρά μια παραφροσύνη, κάτι το παράλογο και το
τρελό, κάτι το ‘’άχρηστο’’ .
Στα μάτια του καλλιτέχνη δημιουργού είναι
κάτι που θέλει να μεταμορφώσει σε μη λογικό και μη καθημερινό δίνοντας
του μια άλλη διάσταση. Άλλωστε το κύριο μέρος της καλλιτεχνικής του παραγωγής αποτελείται από ready-made,
έτοιμα, κοινά αντικείμενα που διάλεγε ο καλλιτέχνης, τα τιτλοφορούσε
και τα ονόμαζε “τέχνη”. Ο όρος “ready-made” δημιουργήθηκε από τον ίδιο
για να περιγράψει το έργο του αυτό που δεν είναι παρά μια ρόδα που
στερέωσε σε ένα σκαμνί και διασκέδαζε στριφογυρίζοντάς την. Τα μάτια των
ανθρώπων της τέχνης και αυτών που την αγαπούν και την ακολουθούν έχουν
εξασκηθεί στο να βλέπουν διαφορετικά των κόσμο και ό, τι είναι μέρος
του.
Εκπρόσωποι της εγωκεντρικής αυτής γενιάς
είναι και οι μαθητές φοιτητές που μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που
έχει ως κεντρικό άξονα τις εξετάσεις και όχι την απόκτηση γνώσεων
στοχεύουν στην αριστεία των αριθμών. Κυνηγώντας το 10 ή το 20 ή όποια
είναι η μεγαλύτερη μονάδα αξιολόγησης οι νέοι μπαίνουν σε μια διαδικασία
σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ τους . Μέσα από αυτή τη διαδικασία
προκύπτουν άνθρωποι παπαγάλοι που δεν έχουν πραγματικές γνώσεις αλλά
‘’γνώσεις ‘’ του δευτερολέπτου. Μαθαίνουν να συγκεντρώνουν από παντού
υλικό και πληροφορίες που δεν επεξεργάζονται οι ίδιοι αλλά τις λαμβάνουν
έτοιμες. Στόχος δεν είναι να μάθουν και να διαβάσουν επιλεκτικά ότι
μπορεί να ‘’μιλήσει’’ μέσα τους και να τους δώσει κάτι έστω και το
ελάχιστο, αλλά στόχος είναι η πρωτιά, η διάκριση, η αναγνώριση, η
επιβράβευση του εγώ.
Ψάχνοντας να βρούμε έναν ορισμό που θα
ταίριαζε καλύτερα στην σημερινή γενιά θα μπορούσαμε να δώσουμε αυτόν της
ματαιοδοξίας, της αδικαιολόγητα δηλαδή καλής γνώμης που έχει κανείς
για τον εαυτό του. Σε αυτή την διογκωμένη αίσθηση του εαυτού τους , το
φαίνεσθαι της επίδοσης είναι πιο σημαντικό από την ίδια την επίδοση.
Ωστόσο η αυτοεκτίμηση που ενισχύεται χωρίς να σχετίζεται με τα
επιτεύγματα δεν έχει καμία εγγενή αξία. Η αυτοεκτίμηση αποτελεί τμήμα
της ευρύτερης έννοιας της αυτοαντίληψης που περιλαμβάνει τη γενικότερη
άποψη που έχει κανείς για τα χαρακτηριστικά του σαν προσωπικότητα.
Το ‘’ ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ‘’ είναι η
αγαπημένη φράση κάθε νεοέλληνα . Στην αρχή θα γελάσουμε, άλλοι πάλι θα
τσακωθούν θεωρώντας πώς εκείνοι είναι πιο σημαντικοί. Και όμως η φράση
αυτή δείχνει ακριβώς αυτήν την ακραία έκφραση του ‘’εγώ’’ μας, που
μοιάζει να είναι εσωτερική ανάγκη αν όχι προσωπική βεβαιότητα για αυτή.
Όσα χρόνια και αν περάσουν κανείς δεν καταφέρνει ποτέ να μάθει στην
ολότητά του το ποιος πραγματικά είναι. Πάντα με τρόπο μαγικό ο εαυτός
του θα λειτουργεί έτσι ώστε να τον εκπλήσσει ευχάριστα ή δυσάρεστα. Η
ανωτερότητα στην οποία κάνει επίκληση με αυτή τη φράση κανείς δεν είναι
παρά άλογη και ανούσια. Είναι ανωτερότητα της φιγούρας και του
υπερεκτιμημένου του εαυτού. Ανωτερότητα που στηρίζεται στις ιδιότητες
τρίτων, σε επαγγελματική κατάρτιση, στα λεγόμενα ‘’βύσματα’’ κ.ο.κ μα
σίγουρα όχι σε κάτι ουσιαστικό.
Οι σημερινοί νέοι θα πρέπει να μάθουν να
επιμένουν σε δύσκολα έργα, ώστε μέσα από την προσπάθεια να επιτύχουν
τους στόχους τους , να ενισχύσουν με φυσικό τρόπο την αυτοεκτίμηση τους.
Με ιδέες κλεμμένες από αυτούς που μοχθούν, πώς περιμένουμε προκοπή από
ανθρώπους φυγόπονους; Θα πρέπει να παράγουν ιδέες, σκέψεις, έργα και όχι
μόνο χρήματα. Να μην επαναπαύονται στην ευκολία της λογοκλοπής και του
λεγόμενου ‘’copy paste’’ ούτε στην αποστήθιση μερικών όμορφων στίχων ή
φράσεων σπουδαίων ανθρώπων. Το παραφουσκωμένο ‘’εγώ’’ πρέπει κάποιες
φορές να μείνει στην άκρη , να δώσει τη θέση του στο ‘’εμείς ‘’ και στη
συλλογικότητα. Να φύγουμε επιτέλους από αυτή την λογική της ‘’φιγούρας’’
και της έπαρσης και να στραφούμε στην ουσία των πραγμάτων και στη
δημιουργικότητα.
Ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το διπλανό μας ,
να τον ακούσουμε. Να προσπαθήσουμε όσο δύσκολο και αν είναι να
συνεργαστούμε είτε για μια σχολική ή πανεπιστημιακή εργασία είτε σε έναν
εργασιακό χώρο είτε για έναν ευρύτερο στόχο και σκοπό. Μέσα από τις
συγκρούσεις και τη δυσκολία που έχει η όποια συνεργασία με ανθρώπους
διαφορετικούς από εμάς θα μπορέσουμε να μάθουμε να δεχόμαστε και να
απορρίπτουμε, να κάνουμε πίσω ή να επιμένουμε, να βλέπουμε τον κόσμο
μέσα από διαφορετικά μάτια.
Μαρία Ξυπολοπούλου
ntokoumentagr.blogspot.gr