Στην εποχή της πληροφορίας, τα μέσα έχουν αυξηθεί, η επικοινωνία
ωστόσο γίνεται όλο και πιο αμφίσημη, ενώ ο όγκος δεδομένων που έχει να
διαχειριστεί ένα ανθρώπινο μυαλό, είναι τόσο μεγάλος που αδυνατεί να τον
αφομοιώσει.
Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος, έχει αλλάξει τον εαυτό του, τον
τρόπο που αντιλαμβάνεται την επικοινωνία και τον τρόπο που εκφράζεται,
πράγμα απόλυτα αναμενόμενο, από την στιγμή που τα social media έγιναν
αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.Σκεφτείτε κάποιον που ξυπνάει και αναζητά το smartphone για να δει όσες ενημερώσεις έχασε από το twitter, να τσεκάρει τα mail του και να δει τι status ανέβασαν οι φίλο του στο facebook. Θα ποστάρει (sic) κάτι σε έναν απ’ όλους τους λογαριασμούς που είναι εγγεγραμμένος, μόνο και μόνο για να δηλώσει παρών. Η φυσική παρουσία υποκαθίσταται από την εικονική, η οποία ωστόσο τρέφεται απ’ την ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση.
Ομοίως, κάνει check-in για να γνωστοποιήσει σε ποια τοποθεσία μπορεί να βρίσκεται, ή με ποιον είναι ή τι κάνει κοκ. Η μόνιμη προσήλωση στην “θαλπωρή” μιας οθόνης, σκοτώνει την δημιουργικότητα. Έχουμε να κάνουμε με υποκατάστατα εμπειρίας, όπου ο καθένας τρέχει να δημοσιεύσει πρώτος, να απαντήσει, να μαζέψει likes και followers με κάθε κόστος, να πει πως αισθάνεται, τι είδε χθες, τι άκουσε και στο τέλος να τραβήξει και μια φωτογραφία, δείχνοντας το πρόσωπό του, το απαύγασμα του εγωκεντρισμού, “βγάζω selfie άρα υπάρχω”. Ο ναρκισσισμός και το κυνήγι της δημοφιλίας, αντανακλά την αγωνία για αναγνώριση και μια νέου τύπου νοηματοδότηση, έρχεται να στεριώσει σε μια αποξενωμένη κοινωνία.
Μια άλλη τάση στα social media και ειδικά στο πιο ατομοκεντρικό Facebook, είναι η παρακολούθηση της ζωής των άλλων. Η σχεδόν ηδονιστικού τύπου ματιά στην κλειδαρότρυπα των φωτογραφιών και των φίλων του άλλου, το τι κοινοποιεί, τι μουσική προτιμά, ποιους διάσημους ακολουθεί, σε ποιες διαδικτυακές ομάδες συμμετέχει κτλ, δεν είναι παρά ο δειλός εαυτός. Έτσι μπορεί να μάθεις για το ποιος ταξίδεψε, ποιος παντρεύτηκε, τι δουλειά κάνει ο παλιός σου συμμαθητής, ο κάποτε κολλητός σου ότι μετανάστευσε, όλα όμως χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή. Μόνο κατανάλωση των “νέων” και της ζωής των άλλων.
Στα social media ουσιαστικά πουλάς τον εαυτό σου, ένα supermarket που απαιτεί να τοποθετήσεις τα χαρακτηριστικά σου σε ράφια, γυρεύοντας την ποσοτικοποίηση της αξίας της προσωπικότητάς σου. Τα σχόλια, τα likes και όλες οι συναφείς αποδείξεις ενασχόλησης των άλλων με σένα, ουσιαστικά τονώνουν την εκτίμηση ότι πρέπει ν’ ασχοληθείς περισσότερο με τον ψηφιακό εαυτό σου. Και τελικά ποιος μένει έξω από την οθόνη, αν περνάς ώρες διαχειριζόμενος την ψηφιακή περσόνα; Αν μιλάς πολύ για τον εαυτό σου, έμμεσα ή άμεσα, τι ανάγκη έχεις να εκτεθείς στον πραγματικό κόσμο; Η αμεσότητα της πραγματικής επαφής φιλτράρεται από τον εθισμό στο κάθε μέσο δικτύωσης.
Η κάθε σελίδα σε οποιοδήποτε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, είναι η “πραγματικότητα” του καθενός. Εκεί, ανάλογα με το τι επιλέγει να εκθέτει και να δημοσιοποιεί, κατασκευάζει το δικό του δωμάτιο κατά κάποιον τρόπο. Μέσα όπως το Instagram, βγάζουν μεγάλη θλίψη και μοναξιά, κυρίως υπαρξιακή. Μήπως τελικά ο πόνος που προκαλεί η πραγματική ζωή, το άγγιγμα, οι αισθήσεις, ο λόγος και η έκθεση στα βλέμματα των άλλων, βρίσκει το καταφύγιό του σε ένα ασώματο και ασφαλές κέλυφος; Μια έμμεση άρνηση του σώματος. Βέβαια το τελευταίο ίσως είναι πιο ταιριαστό να το πούμε για παθολογικές περιπτώσεις.
Στις ΗΠΑ λειτουργούν κέντρα απεξάρτησης από το ίντερνετ και πλέον κάποια αντίστοιχα τμήματα και στην Ελλάδα. Αυτή είναι μια απόδειξη πως ως κουλτούρα και πολιτισμός, κάτι δεν κάνουμε καλά. Αρκετά παιδιά, μιμούνται συμπεριφορές των ειδώλων τους και χρησιμοποιούν τα social media ως μέσο, γνωριμίας με τον εαυτό τους. Ακραίες περιπτώσεις, όπου καταγράφηκαν απόπειρες αυτοκτονίας όπως αυτή εδώ, δείχνουν πως έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για να εξηγήσουμε συμπεριφορές, βάσει της δομής του διαδικτύου. Ο άνθρωπος εργαλειοποιείται χωρίς να το καταλάβει, επεκτείνει την συνείδησή του σε ένα υπερ-δίκτυο συνειδήσεων που παύουν να υπάρχουν αν απενεργοποιήσεις την μηχανή, ωστόσο η παρουσία του υπονοείται. Και αλλάζει το βιολογικό του ρολόι, το πρόγραμμα και την αντίληψή του, ώστε να ταιριάζει με τους κανόνες των social media, με την γραμματική των μέσων και τους κανόνες τους.
Τελικά φτάνει το βράδυ, το smartphone τοποθετείται στο κομοδίνο, ο υπολογιστής έχει κλείσει και το άτομο που περιγράψαμε στην αρχή, έχει καληνυχτίσει τους εικονικούς του φίλους. Κλείνει τα μάτια και μετά από λίγο αποκοιμιέται, χάνοντας δεκάδες εκατοντάδες σχόλια, αναρτήσεις, φωτογραφίες, likes και “ειδήσεις”. Τουλάχιστον το υλικό του σώμα αναπαύεται και μπορεί να ονειρεύεται. Ο ψηφιακός του εαυτός, τι όνειρα μπορεί να κάνει;
πηγή
ramnousia
ntokoumentagr.blogspot.gr