Οι ΗΠΑ διατυμπανίζουν προς κάθε κατεύθυνση την
προσήλωσή τους στην «ελευθερία του Ίντερνετ», την ίδια στιγμή που η
αμερικανική κυριαρχία στο παγκόσμιο μέσο έχει εδραιωθεί μέσω εταιρειών
όπως η Google, το Facebook, η Microsoft, η Apple και η Amazon. Υπάρχει
περίπτωση να αλλάξει κάτι μετά από τη διάσκεψη του Ντουμπάι, που έθεσε
μια πρώτη αμφισβήτηση αυτής της κυριαρχίας;
Το γεωπολιτικό διακύβευμα του Διαδικτύου
ξεδιπλώθηκε καθαρά τον περασμένο Δεκέμβριο, κατά τη διάρκεια της
διεθνούς διάσκεψης στο Ντουμπάι, η οποία διοργανώθηκε από τη Διεθνή
Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ΔΕΤ –International Telecommunication Union, ITU),
μια συνεργαζόμενη με τον ΟΗΕ υπηρεσία, με 193 κράτη-μέλη.
Σε αυτές τις συναντήσεις, οι εκπρόσωποι των κρατών
(έχοντας δίπλα τους σωρεία συμβούλων από τις εταιρείες του κλάδου)
διαμορφώνουν συμβάσεις που διευκολύνουν τις διεθνείς καλωδιακές και
δορυφορικές επικοινωνίες. Οι εν λόγω συναθροίσεις, όσο βαρετές και
γραφειοκρατικές κι αν είναι, έχουν αποφασιστική σημασία λόγω της
κολοσσιαίας σπουδαιότητας των δικτύων για τη λειτουργία της διακρατικής
πολιτικής οικονομίας.
Η Παγκόσμια Διάσκεψη για τις Διεθνείς
Τηλεπικοινωνίες (WCIT) του Δεκεμβρίου 2012 στο Ντουμπάι προκάλεσε μια
μείζονα διένεξη : Πρέπει τα κράτη-μέλη της ΔΕΤ να της παραχωρήσουν την
ευθύνη εποπτείας του Διαδικτύου, μια ευθύνη ανάλογη με εκείνη που επί
δεκαετίες διέθετε για άλλες μορφές διεθνών επικοινωνιών;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν όχι, και η θέση τους
υπερίσχυσε : το έγγραφο της νέας συνθήκης της ΔΕΤ δεν παρέχει στην
υπηρεσία τυπικό ρόλο σε αυτό που έχει καθιερωθεί να αποκαλείται «παγκόσμια διακυβέρνηση του Διαδικτύου».
Ωστόσο, η πλειοψηφία των κρατών ενέκρινε την προσθήκη ενός ψηφίσματος
που «καλεί τα κράτη-μέλη να επεξεργαστούν το καθένα τη θέση του για τα
σχετικά με το Διαδίκτυο ζητήματα τεχνικής, ανάπτυξης και δημόσιας
πολιτικής».
Αντιτιθέμενες « ακόμη και στη συμβολική παγκόσμια
εποπτεία », όπως το έθεσε ένας συντάκτης των Τάιμς της Νέας Υόρκης [1],
οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη και αποχώρησαν. Το ίδιο έκαναν
και η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Κένυα, η Κολομβία, ο
Καναδάς, η Βρετανία και άλλα κράτη. Ωστόσο, περισσότερα από τα δύο τρίτα
των παρισταμένων κρατών –89 εν συνόλω– επικύρωσαν το έγγραφο -και
μερικές από τις χώρες που δεν το υπέγραψαν ίσως αποδεχθούν αργότερα τη
συνθήκη.
Προκειμένου να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που
διακυβεύεται, πρέπει πρώτα να διώξουμε το πυκνό νέφος των ρητορειών που
συσκοτίζει την υπόθεση. Επί μήνες πριν από τη WCIT, ο Τύπος σε Ευρώπη
και Αμερική διατυμπάνιζε ότι επρόκειτο για μια κοσμοϊστορική σύγκρουση
μεταξύ των υποστηρικτών ενός ανοιχτού Διαδικτύου και των επίδοξων
σφετεριστών της ελευθερίας ή των κυβερνητικών λογοκριτών, με επικεφαλής
αυταρχικά κράτη όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα. Το πλαίσιο αναφοράς
τέθηκε με τόσο μανιχαϊστικούς όρους, ώστε ο Φράνκο Μπερναμπέ, διευθυντής
της Telecom Italia και πρόεδρος της ένωσης εταιρειών κινητής τηλεφωνίας
GSMA, το αποκάλεσε « πολεμική προπαγάνδα » [2].
Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι ασήμαντο ζήτημα.
Όπου και αν ζούμε, υπάρχει λόγος να ανησυχούμε ότι η σχετικά ανοιχτή
φύση του Διαδικτύου γίνεται αντικείμενο σφετερισμού, διαβρώνεται ή
χειραγωγείται. Κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει στρατιές κρατικοδίαιτων
λογοκριτών ή κάποιο ηλεκτρονικό « Σινικό Τείχος ». Η Εθνική Υπηρεσία
Πληροφοριών των ΗΠΑ, για παράδειγμα, παρακολουθεί το σύνολο των
επικοινωνιών που περνούν από τα καλωδιακά και δορυφορικά δίκτυα των ΗΠΑ
μέσω των πολλών « κέντρων υποκλοπών » της, αλλά και του νέου,
γιγαντιαίου κέντρου παρακολούθησης που κατασκευάζεται στο Μπλαφντέιλ,
στην έρημο της Γιούτα [3].
Εξάλλου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίωξε έναν
πραγματικό συνήγορο της ελευθερίας της έκφρασης –τα WikiLeaks– με
αμείλικτη επιμονή. Αμερικανικές διαδικτυακές εταιρείες όπως το Facebook
και η Google έχουν μεταμορφώσει το Διαδίκτυο σε μια « μηχανή
παρακολούθησης », που απορροφά κάθε εμπορικά εκμεταλλεύσιμο δεδομένο της
συμπεριφοράς των χρηστών.
Συγκαλυμμένα συμφέροντα: Ήδη από
τη δεκαετία του 1970, η ρητορική της « ελεύθερης ροής των δεδομένων »
αποτελεί κεντρικό θεμέλιο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ [4]. Κατά τη
διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του τέλους της αποικιοκρατίας, το δόγμα
αυτό παρουσιαζόταν ως φάρος που φώτιζε τον δρόμο της χειραφέτησης από
την κρατική καταπίεση και τον ιμπεριαλισμό. Στις μέρες μας εξακολουθεί
να επενδύει βαθιά εδραιωμένα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα με μια
ελκυστική γλώσσα οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Οι όροι «διαδικτυακή ελευθερία» και «ελευθερία της σύνδεσης» –που χρησιμοποιήθηκαν τις παραμονές της WCIT τόσο από την υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον όσο και από στελέχη της Google– αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή της ωδής στην «ελεύθερη ροή». Ακριβώς όμως όπως και παλαιότερα, η «διαδικτυακή ελευθερία» αποτελεί μια εσκεμμένη χειραγώγηση. Υπολογισμένα παραπλανητική, μας λέει να εμπιστευθούμε ένα θεμελιακό ανθρώπινο δικαίωμα σε ένα ζεύγος έντονα ιδιοτελών κοινωνικών παραγόντων: στις μεγάλες εταιρείες και στα κράτη.
Οι συζητήσεις στη WCIT ήταν πολυδιάστατες και ως
αντικείμενό τους είχαν ζητήματα από πολλά διαφορετικά πεδία. Ένα από
αυτά ήταν οι όροι της συναλλαγής μεταξύ των διαδικτυακών υπηρεσιών όπως η
Google και των εταιρειών που διακομίζουν την ογκωδέστατη ροή των
δεδομένων τους –των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων και των παρόχων
υπηρεσιών Διαδικτύου όπως η Verizon, η Deutsche Telekom ή η Free.
Αυτή η επιχειρηματική διαμάχη ενέχει επιπτώσεις και
για ένα γενικότερο και σημαντικότερο ζήτημα πολιτικής : ποιος θα
πληρώνει για τον διαρκή εκσυγχρονισμό των δικτυακών υποδομών, από τις
οποίες εξαρτώνται οι συνεχείς αναβαθμίσεις και προσθήκες στις
διαδικτυακές υπηρεσίες ; Η τολμηρή επίθεση του Ξαβιέ Νιέλ, επικεφαλής
του παρόχου διαδικτυακής πρόσβασης Free, στα έσοδα της Google από τη
Γαλλία, όταν έθεσε σε λειτουργία το πρόγραμμα μπλοκαρίσματος των
διαφημίσεών της [5], πρόβαλε το μέγεθος του διακυβεύματος σε κοινή θέα.
Όμως οι όροι συναλλαγής στην παγκόσμια βιομηχανία
του Ίντερνετ είναι σημαντικοί και για έναν ακόμη λόγο : αν θεσπιστεί ότι
οι προμηθευτές περιεχομένου πρέπει να πληρώνουν τους φορείς
εκμετάλλευσης δικτύων –ο στόχος του Νιέλ, παρόμοιος με εκείνον άλλων
τηλεπικοινωνιακών εταιρειών– θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην
πολιτική ουδετερότητας του Διαδικτύου, που είναι ζωτικής σημασίας για
τους χρήστες του.
Μέχρι τώρα, αυτή η εξουσία θεσμοθέτησης βρισκόταν
δυσανάλογα συγκεντρωμένη στα χέρια των ΗΠΑ [6]. Τη δεκαετία του 1990,
όταν το « ιστο-κεντρικό » Διαδίκτυο εμφανίστηκε ορμητικά στη διεθνή
σκηνή, οι ΗΠΑ έκαναν έντονες προσπάθειες να θεσμοποιήσουν τον
διαχειριστικό ρόλο τους.
Για να λειτουργεί το σύστημα, τα ονόματα των
διαδικτυακών χώρων (του τύπου .com), οι αριθμητικές διευθύνσεις και οι
αναγνωριστές δικτύου πρέπει να είναι μοναδικά : κάτι τέτοιο προϋποθέτει
την ύπαρξη μιας θεσμικής αρχής που τα εκχωρεί –και συνεπώς τα προνόμιά
της εκτείνονται στο σύνολο ενός συστήματος που εκ φύσεως βρίσκεται εκτός
του εδάφους της χώρας.
Η διαχείριση αυτών των ζωτικών διαδικτυακών πόρων
ασκείται από μια υπηρεσία των ΗΠΑ, την Internet Assigned Numbers
Authority (IANA), στο πλαίσιο σύμβασής της με το υπουργείο Εμπορίου των
ΗΠΑ. Η IANA λειτουργεί τύποις ως μονάδα μιας ξεχωριστής, και φαινομενικά
πιο υπεύθυνης, μη-κερδοσκοπικής εταιρείας με έδρα την Καλιφόρνια,
ονόματι Internet Corporation for Assigned Names and Numbers (ICANN), της
οποίας η αποστολή συνίσταται στη «διατήρηση της λειτουργικής
σταθερότητας του Διαδικτύου».
Τα τεχνικά πρότυπα του Ίντερνετ αναπτύσσονται από
δύο άλλες αμερικανικές υπηρεσίες, την Internet Engineering Task Force
(IETF) και τον Internet Architecture Board (IAB), που με τη σειρά τους
λειτουργούν στο πλαίσιο μιας άλλης μη-κερδοσκοπικής εταιρείας, της
Internet Society. Η συγκρότηση και η χρηματοδότηση των οργανισμών αυτών
τους κάνουν πιο δεκτικούς στις προτιμήσεις των ΗΠΑ παρά στις απαιτήσεις
των χρηστών [7].
Οι κυριότεροι παγκόσμιοι εμπορικοί ιστότοποι του
Διαδικτύου δεν λειτουργούν με κινεζικά ή ρωσικά, πόσω μάλλον με
κενυατικά ή μεξικανικά κεφάλαια. Όπως όλοι γνωρίζουν, η Google, το
Facebook, η Microsoft, η Apple και η Amazon είναι που ανέπτυξαν τις
ηλεκτρονικές υπηρεσίες τις οποίες χρησιμοποιούν άνθρωποι από όλον τον
κόσμο. Και η τρέχουσα μετάβαση προς τις υπηρεσίες του « υπολογιστικού
νέφους » (cloud computing), όπου και πάλι οι βασικοί «παίκτες» είναι
Αμερικανοί, θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση του δικτύου από
τις ΗΠΑ.
Η δομική ασυμμετρία στον έλεγχο του Διαδικτύου
προσφέρει την απαραίτητη βάση για την εταιρική και στρατιωτική υπεροχή
των ΗΠΑ στον κυβερνοχώρο. Και ενώ η αμερικανική κυβέρνηση ασκεί έναν
δυσανάλογα μεγάλο ρόλο, τα υπόλοιπα κράτη ελάχιστες ευκαιρίες διαθέτουν
–τόσο το καθένα ξεχωριστά όσο και συλλογικά– να θέσουν κανονιστικές
ρυθμίσεις στο σύστημα.
Βεβαίως, μέσω διάφορων τεχνικών και νομικών μέτρων,
κάθε κράτος μπορεί να ασκήσει κάποια κυριαρχία στο « εθνικό » σκέλος
του Διαδικτύου, πάντοτε όμως υπό τη στενή παρακολούθηση των Αμερικανών
διαμορφωτών της γενικότερης πολιτικής. Ο πανεπιστημιακός Μίλτον Μιούλερ
εύστοχα εντοπίζει αυτή την ασυμμετρία, παρατηρώντας ότι, με τον τρόπο
που είναι σήμερα συγκροτημένο, το Διαδίκτυο ενσωματώνει την αμερικανική
πολιτική της « μονόπλευρης παγκοσμιοποίησης [8] ».
Αίσθηση ιδιοκτησίας: Η άσκηση
αυτής της διαχειριστικής λειτουργίας επέτρεψε στις ΗΠΑ να αναπτύξουν μια
λογική ιδιοκτησίας μέσα στην ίδια την καρδιά της ανάπτυξης του
Διαδικτύου –μέσω της ICANN. Παρόλο που αποτελεί έναν σύνθετο,
ημιαυτόνομο θεσμό, η εξουσία της ICANN επάνω στο Domain Name System
(DNS, Σύστημα Ονοματοδοσίας Διαδικτυακών Χώρων) χρησιμοποιήθηκε ώστε να
προσφέρει πλεονεκτήματα εκτός ορίων των ΗΠΑ σε κατόχους μεγάλων
εταιρικών σημάτων και άλλων εμπορικών συμφερόντων –παρά τις διαμαρτυρίες
μη εμπορικών οργανισμών οι οποίοι, αν και εκπροσωπούνται στην ICANN,
δεν ήταν σε θέση να υπερισχύσουν έναντι της Κόκα-Κόλα, της Πρόκτερ και
Γκαμπλ ή άλλων μεγάλων εταιρειών.
Και η ICANN έκανε χρήση του ιδιωτικού εμπορικού
δικαίου προκειμένου να επιβάλει τους κανόνες της στους απομακρυσμένους
οργανισμούς που διαχειρίζονται τις τοπικές ή γενικές «επεκτάσεις» των
ονομάτων των διαδικτυακών χώρων (top-level domain, όπως «.org » ή «.gr
») σε όλο τον κόσμο. Οι εθνικοί προμηθευτές διάφορων διαδικτυακών
εφαρμογών ελέγχουν τις τοπικές αγορές τους σε αρκετές χώρες, όπως η
Ρωσία, η Κίνα και η Νότια Κορέα. Ωστόσο, οι υπερεθνικές διαδικτυακές
υπηρεσίες –τα πλέον επικερδή και στρατηγικά σημεία σε αυτό το εξωεδαφικό
σύστημα– παραμένουν, από την Amazon και το PayPal έως την Apple, «
φρούρια » κατασκευασμένα από το κεφάλαιο και την κρατική ισχύ των ΗΠΑ.
Σχεδόν από την αρχή, κάποια κράτη αντιστάθηκαν σε
αυτό το καθεστώς υποταγής τους. Όσο αυξάνονταν τα σημάδια ότι οι ΗΠΑ δεν
ήταν διατεθειμένες να εκχωρήσουν τον έλεγχό τους, τόσο εντείνονταν και
οι αντιδράσεις. Οι εντάσεις αυτές οδήγησαν σε μια σειρά συναντήσεων
υψηλού επιπέδου –τη Διάσκεψη Κορυφής για την Κοινωνία της Πληροφορίας
(World Summit on the Information Society), που διοργανώθηκε από τη ΔΕΤ
στη Γενεύη και την Τύνιδα, μεταξύ 2003 και 2005.
Η Διάσκεψη Κορυφής υπήρξε σαφής προάγγελος της
σύγκρουσης του 2012 στο Ντουμπάι, με την έννοια ότι τουλάχιστον
δημιούργησε ένα μικρό προγεφύρωμα για τα κράτη (πέραν των ΗΠΑ) σε σχέση
με τη συμμετοχή τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση του Διαδικτύου. Η
«Κυβερνητική Συμβουλευτική Επιτροπή» (Government Advisory Committee),
επιφορτισμένη με την προσφορά των δικών της δεδομένων στην
«πολυσυμμετοχική» διαδικασία του οργανισμού, εκχωρεί στις κυβερνήσεις το
ίδιο καθεστώς που αποδίδεται στις μεγάλες εταιρείες και τις οργανώσεις
της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι ΜΚΟ.
Πολλά κράτη μπορεί πράγματι να ικανοποιούνταν με
αυτή την περίεργη διευθέτηση, αν δεν υπήρχε ένα κραυγαλέο δεδομένο: παρά
τις θριαμβολογίες περί «πολυμορφίας που διαχέεται από τα κάτω προς τα
πάνω» και «πολυσυμμετοχικότητας», η παγκόσμια διακυβέρνηση του
Διαδικτύου κάθε άλλο παρά ισότιμη ήταν –ή έστω πλουραλιστική. Ήταν
ολοφάνερο πως ο υπ’ αριθμόν ένα «συμμετέχων» ήταν το Εκτελεστικό Τμήμα
των ΗΠΑ.
Το τέλος της σύντομης εποχής του ενός παγκόσμιου
πόλου και η κατάδυση στην κρίση, που οδήγησε σε μακροχρόνια παγκόσμια
ύφεση, επέτεινε και διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό τη διακρατική διαμάχη γύρω
από την πολιτική οικονομία του κυβερνοχώρου. Κάποιες κυβερνήσεις
συνέχισαν να αναζητούν σημεία πίεσης, μέσω των οποίων θα προσπαθούσαν να
διευρύνουν τον παγκόσμιο συντονισμό και τη διαχείριση του Διαδικτύου.
Το 2010-11 προσέφυγαν μάλιστα ευθέως στο υπουργείο
Εμπορίου των ΗΠΑ, όταν αυτό εκκινούσε τη διαδικασία αξιολόγησης για την
ανανέωση της σύμβασής του με την ΙΑΝΑ περί της διαχείρισης των
διαδικτυακών διευθύνσεων. Με μια μάλλον ασυνήθιστη κίνηση, αρκετές χώρες
και ένας διεθνής οργανισμός –η ΔΕΤ– υπέβαλαν επίσημα τις παρατηρήσεις
τους.
Η κυβέρνηση της Κένυας πρότεινε μια «μετάβαση» από
την αμερικανική εποπτεία της λειτουργίας της ΙΑΝΑ μέσω του υπουργείου
Εμπορίου, προς ένα καθεστώς πολύπλευρου ελέγχου με επίκεντρο τις
κυβερνήσεις. Ο εκ μέρους των ΗΠΑ έλεγχος πρέπει να διαφοροποιηθεί μέσω
της διεθνοποίησης των συμφωνιών για ολόκληρο το θεσμικό εποικοδόμημα που
έχει χτιστεί γύρω από τα ονόματα και τις διευθύνσεις του Διαδικτύου. Η
Ινδία, το Μεξικό, η Αίγυπτος και η Κίνα υπέβαλαν εντυπωσιακά παρόμοιες
προτάσεις.
Οι ΗΠΑ αντέδρασαν κλιμακώνοντας τη ρητορική της
«διαδικτυακής ελευθερίας», προσπαθώντας έτσι να απωθήσουν την
εντεινόμενη απειλή απέναντι στον διαχειριστικό έλεγχό τους. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι επέτειναν και τις διμερείς παρασκηνιακές πιέσεις, ώστε να
παρακινήσουν μερικά από τα κράτη που διαφωνούσαν να επιστρέψουν στο
«μαντρί». Τα αποτελέσματα φάνηκαν καθαρά στη WCIT, όταν η Ινδία και η
Κένυα συνέπλευσαν με τις ΗΠΑ στην απόρριψη της συνθήκης.
Τι θα συμβεί τώρα; Είναι βέβαιο ότι οι κυβερνητικές
υπηρεσίες των ΗΠΑ και οι μεγάλες δυνάμεις του διαδικτυακού κεφαλαίου,
όπως η Google, θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλες τις δυνάμεις που
διαθέτουν ώστε να ισχυροποιήσουν το αμερικανοκεντρικό Διαδίκτυο και να
δυσφημίσουν τους αντιπάλους τους. Ωστόσο, η πολιτική αντίθεση στη
«μονόπλευρη παγκοσμιοποίηση» των ΗΠΑ έχει πλέον βγει στο φως –και εκεί
θα παραμείνει. Ένας αρθρογράφος της «Wall Street Journal» δεν δίστασε να
αποκαλέσει τη διάσκεψη του Ντουμπάι «πρώτη μεγάλη ψηφιακή ήττα της
Αμερικής [9]».
P.-S.
[1] Eric Pfanner, « Message, if murky, from US to the world », « The NewYork Times », 15-12-12.
[2] Rachel Sanderson και DanielThomas, « US under fire after telecoms treaty talks fail », « Financial Times », Λονδίνο, 17-12-12.
[3] James Bamford, « The NSA is building the country’s biggest spy center », « Wired », ΣανΦρανσίσκο, Απρίλιος 2012.
[4] Herbert I. Schiller, « Libre circulation de l’information et domination mondiale », « Le Monde diplomatique », Σεπτέμβριος 1975.
[5] (ΣτΜ) Στις αρχές Ιανουαρίου, ο μεγαλύτερος
πάροχος στη Γαλλία, η εταιρεία Free, προσπάθησε να προσφέρει υπηρεσίες
απαλλαγμένες από διαφημίσεις στους συνδρομητές της αλλά με παρέμβαση της
υπουργού Ψηφιακής Οικονομίας, Φλερ Πελεράν, η υπηρεσία αυτή
απενεργοποιήθηκε σε λίγες μέρες.
[6]
DwayneWinseck, « Big new global threat to the Internet or paper tiger :
The ITU and global Internet regulation », 10-6-12,
http://dwmw.wordpress.com.
[7] Harold Kwalwasser, « Internet governance », στο Franklin D. Kramer, Stuart H. Starr και LarryWentz (επιμ.), « Cyberpower and National Security », National Defense University Press – Potomac Press, Washington-Dulles (Βιρτζίνια), 2009.
[8] Milton L. Mueller, « Networks and States : The Global Politics of Internet Governance », The MIT Press, Κέμπριτζ (Μασαχουσέτη), 2010.
[9] L. Gordon Crovitz, « America’s first big digital defeat », « The Wall Street Journal », ΝέαΥόρκη, 17-12-12.
Schiller Dan 2 mars 2013
ntokoumentagr.blogspot.gr