Φανταστείτε μία πόλη στης οποίας τους κατοίκους η κυβέρνηση θα
πρόσφερε σταθερό εισόδημα διαβίωσης, ανεξάρτητα από το ποιοι ήταν και τι
έκαναν. Αυτό ακριβώς συνέβη πειραματικά, για μία χρονική περίοδο 4 ετών
κατά τη δεκαετία του 1970, στον Καναδά, όταν κυβέρνηση και τοπική
αυτοδιοίκηση αποφάσισαν να διασφαλίσουν ένα εγγυημένο μίνιμουμ εισόδημα
στις φτωχότερες οικογένειες της πόλης Ντοφίν της Μανιτόμπα.
Λίγα πράγματα έχουν γίνει γνωστά σχετικά με τα αποτελέσματα του
πειράματος στη μικρή πόλη αγροτών, καθώς η καναδική κυβέρνηση για
άγνωστους λόγους προτίμησε να μη δημοσιοποιήσει τα πορίσματα.
Επειτα, όμως, από πενταετή έρευνα και επίμονο αγώνα, η καθηγήτρια και κοινωνική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα, Εβελιν Φόρτζετ, κατάφερε το 2009 να βρει πρόσβαση στα σχετικά αρχεία. Και αυτό που εξήγαγε ως συμπέρασμα ήταν ότι το εν λόγω πειραματικό πρόγραμμα θα μπορούσε να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει με εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας.
Σε αντίθεση με το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, η οποία απευθύνεται μονάχα σε άτομα τα οποία πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, το σχέδιο «Μίνιμουμ Εισόδημα» απευθυνόταν σε όλους, όντας το πρώτο και το μόνο τέτοιου τύπου ανοικτό πρόγραμμα κοινωνικής στήριξης που τέθηκε ποτέ σε λειτουργία, όχι μόνο στον Καναδά, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Δυστυχώς, όμως, τερματίστηκε αναπάντεχα το 1978, όταν ο Καναδάς επλήγη
από ισχυρή οικονομική ύφεση.
Αρχικά, το πείραμα είχε συλληφθεί ως πιλοτικό πρόγραμμα το οποίο αφορούσε στην αγορά εργασίας. Αυτό που ήθελε να μάθει η κυβέρνηση ήταν τι θα συνέβαινε αν ο καθένας ξεχωριστά στην πόλη λάμβανε ένα σταθερό εισόδημα και, ειδικότερα, εάν οι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να θέλουν να εργαστούν. Και αποδείχτηκε πως όντως οι άνθρωποι δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους.
Δύο μονάχα τμήματα της εργατικής δύναμης της μικρής πόλης μείωσαν το
χρόνο εργασίας τους ως αποτέλεσμα του προγράμματος: οι μητέρες και οι
έφηβοι. Οι μεν λόγω του ότι είχαν πλέον τη δυνατότητα να περάσουν
περισσότερο χρόνο με τα νεογέννητα βρέφη τους και οι δε επειδή η ανάγκη
να συνεισφέρουν στο εισόδημα των οικογενειών τους δεν ήταν πια τόσο
πιεστική.
Στην περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε ισχύ το πρόγραμμα, οι επισκέψεις στα νοσοκομεία μειώθηκαν κατά 8.5%: λιγότερα εργατικά ατυχήματα, λιγότερες επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων λόγω αυτοκινητιστικών ατυχημάτων και περιστατικών οικογενειακής βίας, αλλά και λιγότερα προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως.
Με σημερινούς όρους, μία αντίστοιχη μείωση της τάξης του 8.5% στα περιστατικά ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε ολόκληρο τον Καναδά θα απέφερε στην κυβέρνηση 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Εάν ένας τέτοιος τύπος προγράμματος κοινωνικής στήριξης μπορούσε να εφαρμοστεί σε μεγαλύτερα τμήματα πληθυσμού και αποδειχθεί αποτελεσματικότερο από κάθε άλλο πρόγραμμα πρόνοιας, τότε γιατί ο Καναδάς, αλλά και άλλες χώρες στον κόσμο δεν έχουν επιχειρήσει να το θέσουν σε εφαρμογή;
Καθώς τονίζει η Εβελιν Φόρτζετ, το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο είναι η υπερίσχυση των αρνητικών στερεότυπων για τους φτωχούς: «είναι βαθιά ριζωμένη στις συνειδήσεις των ανθρώπων η πεποίθηση ότι δεν θα έπρεπε να προσφέρουμε στους ανθρώπους χρήματα για το τίποτα»…